Μέ αἰσθήματα ἐθνικῆς ὑπερηφάνειας ὁ Λαός τῆς Β. Χαλκιδικῆς μέ ἐπίκεντρο τήν Ἀρναία γιόρτασε τό Ἒπος τοῦ 1940 καί τίμησε καρδιακά τίς θυσίες τοῦ Ἓλληνα φαντάρου καί τῆς Ἑλληνίδας γυναίκας πού ἒδωσε τόν καλύτερο ἑαυτό της καί ἒγραψε χρυσές σελίδες ἱστορίας στίς χιονισμένες βουνοκορφές τῆς Πίνδου. Θυμήθηκε τή δόξα καί τή χάρη μέ τίς ὁποῖες στέφθηκαν οἱ θυσίες τῶν πατεράδων καί τῶν παππούδων μας στά κακοτράχαλα βουνά τῆς Β. Ἠπείρου, τόπο Ἑλληνικό. Στόν πάγκαλλο Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καί ὑπό τούς ἢχους τῆς δοξαστικῆς καμπάνας καί τῆς μπάντας τοῦ Δήμου νά παιανίζη ἐμβατήρια, ἐκκίνησε πρωΐ – πρωΐ ἡ ἀκολουθία τοῦ Ὂρθρου καί στή συνέχεια τελέσθηκε ἡ πανηγυρική Θεία Λειτουργία πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Σκέπης, πού ἡ Ἂνασσα Θεοτόκος Μαρία, ἃπλωσε πάνω ἀπό τό Γένος μας καί τό κατέστησε ἱκανό νά ἀντιτάξη τό ΟΧΙ ἀπέναντι σέ δυό κραταιές Αὐτοκρατορίες.
Προεξάρχων ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ, συμπαραστατούμενος ἀπό τούς Ἐφημερίους τῆς Ἀρναίας, Παν. Ἀρχιμ. π. Παΐσιο Σουλτανικᾶ, π. Κωνσταντίνο Ἀγούλα καί π. Γεώργιο Τρικκαλιώτη καί τούς Διακόνους π. Γεώργιο Κυριάκου καί π. Κωνσταντίνο Ἰσαακίδη. Ἀπό νωρίς ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ προσῆλθε γιά νά δεηθῆ ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν πεσόντων ἡρώων, νά εὐχαριστήση τήν Παναγία μας γιά τήν φυσική Της παρουσία καί τήν ἀμέριστη ἀρωγή Της στό χακί, γιά νά ἐκφράση τήν εὐγνωμοσύνη του στή λεβέντικη γενιά τοῦ ᾿40 καί νά ψάλη τό δοξαστικό καί τό χερουβικό τῆς Φυλῆς τῶν Ἑλλήνων: «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τά νικητήρια…». Ἐπικεφαλῆς του οἱ Ἀντιδήμαρχοι κ. Ἀργύρης Τσακνής καί κ. Γεώργιος Κοττάκης, ὁ Πρόεδρος τοῦ Τοπικοῦ Συμβουλίου κ. Γεώργιος Διαμαντούδης, ὁ Περιφερειακός Σύμβουλος κ. Στέλιος Βαλιάνος, ὁ τ. Δήμαρχος κ. Στέργιος Καραστέργιος, ὁ Διοικητής τοῦ Ἀστυνομικοῦ Τμήματος Ἀρναίας κ. Γεώργιος Χαϊδευτός, ὁ Διοικητής τῶν Πυροσβεστικῶν Ὑπηρεσιῶν Ἀρναίας κ. Δημήτριος Ἀλεξανδρής κ.ἂ..
Τόν Πανηγυρικό τῆς ἡμέρας ἐξεφώνησε ὁ καθηγητής τοῦ ΓΕ.Λ. Ἀρναίας κ. Δημήτριος Χρήστου* ποῦ συνεπῆρε τό ἀκροατήριό του μέ τήν παρουσίαση γλαφυρά τῶν γεγονότων στήν Ἑλληνοαλβανική μεθόριο μέ τούς Ἰταλούς, μέ τήν ἐξιστόρηση τῶν νικῶν τοῦ τσολιᾶ στό Ἀργυρόκαστρο καί στή Χειμάρα, τήν ἀναφορά του στή Γερμανική προσβολή τῶν συνόρων μας, στή φοβερή Κατοχή καί τήν ἀντίσταση τοῦ Λαοῦ μας στόν φασισμό καί ναζισμό. Μίλησε γιά τό ποτάμι τοῦ Λαοῦ πού ξεχύθηκε στήν Ἀθήνα καί σέ κάθε σπιθαμή Ἑλληνικοῦ ἐδάφους, σάν ὁ τότε Βασιλιάς καί ὁ Πρωθυπουργός ζήτησαν ἀπό τόν Ρωμηό νά φανερώση τήν ποιότητά του καί νά γίνη ὑπόδειγμα λεβεντιᾶς γιά τόν κόσμο!
Μετά τό πέρας τῆς ὁμιλίας τοῦ κ. Καθηγητοῦ ἒλαβε τόν λόγο ἐπ’ ὀλίγον ὁ Σεβασμιώτατος, πού ἐξέφρασε τό γενικό συναίσθημα τοῦ ἐκκλησιάσματος, συγχαίροντας τόν ἐξ Ἂργους Πελοποννήσου καταγόμενο συντοπίτη του καί ὑπενθύμισε δυό ἀλήθειες: Ἡ ὑπερηφάνεια σήμερα τοῦ Λαοῦ μας καί ἡ καύχησή του γιά τό ᾿40 ὀφείλεται στό πνεῦμα ἑνότητας πού κυριαρχοῦσε τότε στήν κοινωνία καί στό στράτευμα! Αὐτή ἡ ἑνότητα γέννησε τό ΑΕΡΑ στό τιμημένο στόμα τοῦ Φαντάρου καί ἀκόμα ριγοῦν τά φυλλοκάρδια μας στό ἂκουσμά του. Καί δεύτερον ὑπενθύμισε ὁ Δεσπότης ὃτι στή σημερινή Εὐρώπη δυστυχῶς “ζεσταίνεται” καί πάλι τό αὐγό τοῦ φιδιοῦ – φασισμοῦ, πού δυστυχῶς ἒχει καί λίγους ἒστω θιασῶτες στόν εὐλογημένο τόπο μας. Χρέος μας Πολιτεία καί Ἐκκλησία νά τηροῦμε τόν ταλαιπωρημένο Λαό μας ἑνωμένο καί μέ ψηλά τό κεφάλι, διηγούμενοι πώς εἲμεθα ἀπόγονοι τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας καί τοῦ Ὀρθόδοξου δικέφαλου πού δακρυσμένος σελαγίζει ἀπ’ τό Φανάρι μέχρι τήν Πρεμετή καί τούς Ἁγίους Σαράντα, ἀπ’ τήν Κύπρο μας μέχρι τίς πηγές τοῦ Ἒβρου!
Μετά τό πέρας τῆς Δοξολογίας πού ἐψάλη στόν Ἃγιο Στέφανο, τελέσθηκε ἐπιμνημόσυνη δέηση στό Ἡρῶον καί ἀκολούθησε παρέλαση μπροστά ἀπό τούς ἐπισήμους τῆς μαθητιώσης νεολαίας μας, πού μέ τίς σημαῖες της καί τά νειάτα της προσυπέγραψε τό ΟΧΙ τοῦ ’40 καί ἒδωσε ὃρκους πίστεως στή γαλανόλευκη καί στόν Σταυρό.
Ἀκολούθως σύμπας ὁ Λαός μέ τούς Ἂρχοντές του συνάχθηκαν στήν αἲθουσα Μητροπολίτου Σωκράτους στό Δημαρχεῖο, ὃπου δόθηκαν οἱ δίκαιοι ἒπαινοι στά βλαστάρια τῆς Γ΄ Λυκείου τοῦ περασμένου σχολικοῦ ἒτους πού εἰσῆλθαν μέ τήν ἀξία τους καί τό διάβασμά τους στά ἀνώτατα ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα τῆς Χώρας, μέ τήν ἀρωγή τῶν διδασκάλων καί γονιῶν τους.
{flickrset}72157702964303125|573|430|142275543@N05|Y{/flickrset}
*Ομιλία για το Έπος του ΄40, του καθηγητού του Γεν. Λυκείου κ. Δημητρίου Χρήστου
Σεβασμιότατε,
Σεβαστοί πατέρες, κυρίες και κύριοι, αγαπητές μας μαθήτριες και μαθητές,
Θα μου επιτρέψετε τη σημερινή ομιλία να την κάνω στη μακεδονική «γλώσσα»·
για άλλη μια χρονιά, σήμερα 28 Οκτωβρίου, συγκεντρωθήκαμε στο ναό του Αγίου Στεφάνου α) για να προσευχηθούμε στο Χριστό και την Παναγία και β) να τιμήσουμε τη μνήμη των νεκρών του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 και γενικότερα των Ελληνίδων και Ελλήνων που μαρτύρησαν την περίοδο 1941-1944 κατά την τριπλή κατοχή Ιταλών, Γερμανών, Βουλγάρων.
Είναι γενικά γνωστά γεγονότα σχετικά με την έναρξη του πολέμου: ξημερώματα, ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι επισκέπτεται τον Μεταξά απαιτώντας ουσιαστικά παράδοση της χώρας και την υποταγή της στη φασιστική-ναζιστική συμμαχία του «Άξονα».
Κι όμως, ο δικτάτορας αρνήθηκε εκφράζοντας την ελληνική ψυχή, τον ελληνικό λαό. Γρήγορα διαδίδεται παντού μια λέξη : ΟΧΙ στις σκοτεινές δυνάμεις της εποχής, ΟΧΙ στην εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας, ΟΧΙ στη δουλοπρέπεια.
Από τον Οκτώβριο του 1940 μέχρι και την άνοιξη του 1941 οι ελληνικές δυνάμεις αντιστέκονται σθεναρά στις ιταλικές επιθέσεις στο μέτωπο της Αλβανίας και μάλιστα περνούν και στην αντεπίθεση, μπαίνοντας στις πόλεις και τα χωριά όπου ο τοπικός πληθυσμός υποδέχεται τον ελληνικό στρατό με συγκίνηση και ενθουσιασμό, όπως στο χωριό Λαζαράτες: «Οι κάτοικοι βγαίνουν…με δάκρυα στα μάτια μάς χαιρετούν…το τί γίνεται δεν περιγράφεται». Πίσω, στις πόλεις και τα χωριά, οι γυναίκες προσεύχονται, τα παιδιά στήνουν πανηγύρι για τα κατορθώματα των πατεράδων τους, οι γέροντες βουρκώνουν από περηφάνεια για τη γενιά που έβγαλαν.
Ήταν η πρώτη νίκη εναντίον των δυνάμεων του Άξονα που φώτισε στη συνέχεια την Ευρώπη και έδωσε το παράδειγμα για την αντίσταση των λαών.
Οι Γερμανοί προτείνουν στην ελληνική πλευρά, το Δεκέμβριο του 1940, «ανακωχή», δηλαδή να παρεμβληθούν μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών χιτλερικά στρατεύματα και μετά τη λήξη του πολέμου να ρυθμιστεί η ελληνοϊταλική διαφορά με διακανονισμό. Οι Έλληνες αρνούνται δεύτερη φορά και μετά το θάνατο του Μεταξά, ο αντικαταστάτης του Αλ. Κορυζής, επαναλαμβάνει: «πολεμούμε…». Σε ημερολόγια στρατιωτών που πολέμησαν στο αλβανικό μέτωπο διαβάζουμε: «…ο Έλληνας, αμ’ αφήση την πολεμική ιαχή του αέρα δεν συγκρατιέται πια· αφηνιάζει· κάνει ό,τι ο πηγαίος αυθορμητισμός τού υποβάλλει…».
Η Γερμανία όμως, αποφασισμένη να τελειώνει με την ελληνική υπόθεση, προελαύνει από τα βόρεια και στις 6 Απριλίου 1941 ξεκινά την επίθεσή της στην Ελλάδα, ως μέρος της επιχείρησης «Μαρίτα». Εξαντλημένος ο ελληνικός στρατός, είναι αδύνατο να σταματήσει την προέλαση των ναζιστών. Αποφασισμένοι όμως οι στρατιώτες δίνουν τον αγώνα τους: στην αμυντική γραμμή «Μεταξά», στα σύνορα της Μακεδονίας ένας Βρετανός στρατηγός, τον Μάρτιο του 1941, είχε δηλώσει: «Είχα εντυπωσιαστεί από το υψηλό φρόνημα των ανδρών και των αξιωματικών…το πολεμικό πνεύμα είναι θαυμάσιο».
Οι υπερασπιστές των πυροβολείων και των οχυρών μάχονται μέχρι τέλους και σε πολλές περιπτώσεις η αυτοθυσία τους πήρε τέτοιες διαστάσεις που το όνομα και τα έργα τους -γεγονότα και όχι μύθος- έγινε θρύλος. Άλλοτε πάλι, η παράδοση των Ελλήνων υπερασπιστών στον επιδρομέα συνοδεύτηκε από απόδοση τιμών και σεβασμό προς το πρόσωπό τους. Ήταν οι τελευταίες μάχες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου όπου εκδηλώθηκε σεβασμός προς τον αντίπαλο, καθώς στα επόμενα χρόνια ακολούθησαν κτηνωδίες σε όλα τα μέτωπα, ακόμα και σε βάρος του άμαχου πληθυσμού.
Τέτοιες καταστάσεις έζησε και ο ελληνικός πληθυσμός στη Μακεδονία, της οποίας το ανατολικό τμήμα μαζί με τη Θράκη (από Σέρρες μέχρι Έβρο) παραχωρήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τους Γερμανούς στους Βούλγαρους. Οι τελευταίοι επιδόθηκαν σε μια συστηματική προσπάθεια αφελληνισμού της περιοχής με προφανή σκοπό την προσάρτηση της Μακεδονίας. Η κατάλυση των ελληνικών αρχών σε όλες τις δομές (διοίκηση, Εκκλησία, εκπαίδευση), ο έλεγχος της οικονομίας με αφαίμαξη του ελληνικού παράγοντα και τη βαριά φορολογία, η πίεση στους ελληνικούς πληθυσμούς για να εξαναγκαστούν σε μετανάστευση, η προπαγάνδα με τη δημιουργία συνεδρίων και την προώθηση των βουλγαρικών θέσεων μέσα από δημοσιεύματα, υπήρξαν τα μέσα με τα οποία προσπάθησαν να ικανοποιήσουν τις επιδιώξεις τους. Οι τακτικές αυτές συνοδεύτηκαν από φρικαλεότητες, όπως τη σφαγή στη Δράμα και το Δοξάτο, τον Σεπτέμβριο του 1941. Μέχρι και οι Γερμανοί απαίτησαν από τις Βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις τη βελτίωση της κατάστασης στην περιοχή.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες πορεύτηκε ο ελληνικός λαός τα επόμενα χρόνια, με πείνα, στερήσεις, εκτελέσεις, φόβο μα και πίστη ότι θα ‘ρθει η ελευθερία. Στον πορεία συντάχθηκαν σχεδόν όλοι: απλός λαός, πνευματικοί άνθρωποι (Ελύτης, Τερζάκης, Σαραντάρης) εκκλησία (αρχιεπίσκοποι Χρύσανθος και Δαμασκηνός). Ο καθένας από τη θέση του και με τον τρόπο του. Και πράγματι, η μέρα για την οποία αγωνίζονταν ήρθε στις 12 Οκτωβρίου 1944, όταν οι Γερμανοί έφευγαν βιαστικά από την Αθήνα, σηματοδοτώντας το τέλος της Γερμανικής κατοχής.
Κυρίες και κύριοι, από τότε πολλά έχουν γίνει στη χώρα.
Δεν ξέρω όμως σήμερα τί θα μπορούσαμε να πούμε στις Ελληνίδες και τους Έλληνες που έπεσαν στα πεδία της μάχης ή στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης. Εκείνες και εκείνοι μάς άφησαν μια χώρα-σύμβολο της ελευθερίας και της ανυπότακτης αξιοπρέπειας. Εμείς ποια χώρα κρατάμε;
Η σημερινή κατάσταση της χώρας αποπνέει μιζέρια. Λυπάμαι, αλλά νομίζω ότι έτσι είναι. Μιζέρια στην καθημερινότητα, μιζέρια στις σχέσεις μας, μιζέρια στα έργα μας. Η κοινωνία της αφθονίας -ακόμα και στην εποχή των μνημονίων, η κοινωνία της επιστημοσύνης και του προοδευτισμού, η κοινωνία των ριάλιτι αποπνέει μιζέρια· αντίθετα, οι Έλληνες της στέρησης, οι Έλληνες που είχαν πρώτη κουβέντα την Παναγία να τους φυλάει στο μέτωπο, οι Έλληνες που δεν ήξεραν γράμματα αλλά ένιωθαν αυτό που λένε «χρέος στην πατρίδα», εκείνοι οι Έλληνες μοσχοβολούσαν περηφάνεια.
Στους μαχητές που αναμετρήθηκαν με το θάνατο και τα σώματά τους σκόρπισαν στα βουνά της Μακεδονίας, τί θα τους πούμε; Για ποια Μακεδονία άραγε πολέμησαν; Μπερδεύτηκαν και διάλεξαν λάθος πλευρά; Έχασαν το γεωγραφικό προσανατολισμό τους;
Όχι βέβαια, γιατί μέχρι το 1943, πέρα από ιστορικούς που εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες, δε γινόταν καμία αναφορά για κάποιο μακεδονικό- και μάλιστα σλαβικό- έθνος, θεωρία που καλλιεργήθηκε και προωθήθηκε συστηματικά μέσα στη Γιουγκοσλαβία κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, στην περιοχή που ονομαζόταν κάποτε Επαρχία του Βαρδάρη.
Εμείς πάλι, συχνά δεν τολμάμε να μιλήσουμε για Ελλάδα και Μακεδονία, γιατί τάχα είναι εθνικιστικό, εμείς αποφεύγουμε να μιλάμε για Χριστό και πίστη γιατί είναι ξεπερασμένο· εμείς τελικά χάσαμε τον προσανατολισμό μας. Ο Σεφέρης έγραψε στον Χένρι Μίλερ: «Πολεμούμε τον βάρβαρο εισβολέα για τις ψυχές μας, για όσα αγάπησες εδώ», ενώ το διάγγελμα του βασιλιά, που είχε συντάξει πάλι ο Σεφέρης, κατέληγε με τη φράση «Με πίστιν εις τον Θεόν και εις τα Πεπρωμένα της Φυλής, το Έθνος…θα αγωνισθή μέχρι της τελικής νίκης». Ας αγωνιστούμε λοιπόν με Πίστη να βρούμε τις ελληνικές ψυχές μας, γιατί τις χάσαμε. Βάλαμε μέσα μας κάτι ύπουλο: δειλία και υποχωρητικότητα.
Σας ευχαριστώ.