Θ Ε Ο Κ Λ Η Τ Ο Σ
Χάριτι Θεοῦ Μητροπολίτης
τῆς Ἁγιωτατης Μητροπόλεως
Ἱερισσοῦ, Ἁγιου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου
Ἀρ. Πρωτ.: 297 Ἐν Ἀρναίᾳ τῇ 19ῃ Ἀπριλίου 2024
Π Α Σ Χ Α Λ Ι Ο Σ Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ
(Ὑπ’ ἀριθμ. 3)
(“ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ: ΥΠΟΘΕΣΗ ΓΝΩΣΗΣ Η΄ ΠΙΣΤΗΣ;”)
Πρός
Τόν Ἱερό Κλῆρο,
Τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες καί
Τόν φιλόχριστο Λαό
τῆς καθ’ Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Ἀδελφοί καί τέκνα μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Τό πρόβλημα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Θεανθρώπου ἀποτελεῖ πρώτιστα πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου πού “φύσει” ἀναζητεῖ τήν ἄλλη ζωή ὡς συνέχεια τῆς ζωῆς αὐτῆς. Κι ὅταν ἀκόμα ὁ ἄνθρωπος βρισκόταν σέ πρωτόγονο στάδιο, οἱ ζωγραφιές στά σπήλαια ὐποδήλωναν ξεκάθαρα τήν ἀναζήτηση τῆς ἄλλης ζωῆς, τή συνέχιση τῆς ζωῆς αὐτῆς μέ μιά ἄλλη μορφή, ὕστερα ἀπό μιά τομή λήξης τοῦ παρόντος χρόνου μέ αὐτό πού ὀνομάζουμε θάνατο. Ἀκόμα καί τούς θεούς πού ὁ ἄνθρωπος κατασκεύαζε τούς προίκιζε μέ ὅ,τι ἤθελε γιά τόν ἑαυτό του, δηλαδή μέ ἀθανασία κι αἰωνιότητα.
Ὁ μύθος π.χ. τοῦ Ἄδωνη, αὐτοῦ τοῦ νέου μέ τήν παροιμιώδη ὀμορφιά, τόν ἤθελε καί μεταξύ τῶν νεκρῶν, -θάνατος-, καί μεταξύ τῶν ζωντανῶν, -ἀνάσταση-. Κι ὅταν ἦταν στόν κάτω κόσμο, ὁ πόθος γιά ζωή τόν κρατοῦσε στή γῆ, πού ἐκφραζόταν μέ θρῆνο γιά τόν θάνατό του, μέ τήν ἀνεμώνη, πού ἀγαποῦσαν οἱ ὡραῖες ὑπάρξεις καί πού τίς συγκινεῖ, καί ἡ ὁποία ξεπήδησε ἀπό τό αἷμα του καί ὑποδηλώνει τήν ἀνάστασή του.
Στά κατοπινά χρόνια, πού τή φαντασία διαδέχθηκε ἡ γνώση καί τό “φαίνεσθαι” τό “εἶναι”, πάλι ὁ ἄνθρωπος γιά Ἀνάσταση μιλοῦσε ὡς συνέχεια τοῦ Θανάτου. Οἱ μεγάλοι μύστες τῆς ἀνθρωπότητας, ὅλοι κήρυκες τῆς ἄλλης ζωῆς, μέ τή μορφή πού ὁ καθένας τή φανταζόταν, μιλοῦσαν γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι, ὅμως, καί τή δική τους θεότητα. Αὐτό τό ἔπραξε ὁ Ἰησοῦς πού ταύτισε τόν ἑαυτό Του μέ τόν Θεό καί μίλησε γιά Ἀνάσταση νεκρῶν καί συνέχιση τῆς ζωῆς μέ τή μορφή πού κάθε ἄνθρωπος θά τή διαμορφώσει στή διάρκεια τῆς ἐδῶ παρουσίας του: «Καί θά σηκωθοῦν, εἶπε, ὅλοι ἀπό τά μνήματα, καί ὅσοι κατά τήν παροῦσα ζωή τους ἔπραξαν τά ἀγαθά, θ’ ἀναστηθοῦν γιά νά ἀπολαύσουν ζωή αἰώνια καί μακάρια, ἐκεῖνοι δέ πού ἔπραξαν τά κακά, θ’ ἀναστηθοῦν γιά νά δικασθοῦν καί κατακριθοῦν» (Ἰω. ε΄ 29).
Ὁ Μέγας Παῦλος θέτει ὡς ἀκρογωνιαῖο λίθο τοῦ οἰκοδομήματος τοῦ Χριστιανισμοῦ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, χωρίς αὐτή τά πάντα καταρρέουν καί θεότητα καί σωτηριῶδες ἔργο: «Ἐάν δέ ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, θά γράψει ὁ Παῦλος, εἶναι χωρίς πραγματικό περιεχόμενο καί χωρίς νόημα τό κήρυγμά μας, κούφια καί χωρίς οὐσιαστικό περιεχόμενο εἶναι καί ἡ πίστη σας. Ἐπιπλέον ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι ἀποδεικνυόμαστε καί ψευδομάρτυρες, γιατί μαρτυρήσαμε εἰς βάρος τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἀνέστησε τόν Χριστό, τόν ὁποῖο δέν ἀνέστησε. Καί ἀσφαλῶς δέν τόν ἀνέστησε, ἐάν ὑποτεθεῖ, ὅτι οἱ νεκροί δέν ἀνασταίνονται» (Α΄ Κορ. ιε΄ 14-15).
Οἱ πολέμιοι τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου μας, σχεδόν στό σύνολό τους, ἑδράζουν τήν ἀπιστία τους στό ὅτι δέν ὑπάρχουν ἀποδείξεις περί αὐτῆς, ὁπότε ἡ ἀνάσταση εἶναι ὑπόθεση πίστης καί ὄχι γνώσης. Πρόκειται γιά μέγα λάθος ἤ γιά ἠθελημένη στρέβλωση, δεδομένου ὅτι οἱ Μαθητές Τόν πίστευσαν ἀφοῦ εἶδαν καί ὄχι γιατί ἡ πίστη τούς τό ἐπέβαλε ἤ γιατί ἦταν προκατειλημμένοι γι’ αὐτήν τήν ἀποδοχή. Βέβαια, ἡ ἀποδοχή τῶν Ἱερῶν Κειμένων ὡς ἀληθῆ ἀποτελεῖ βασική θέση καί προϋπόθεση, γιατί, ἄν τά ἀπορρίψουμε, τότε εὔκολα μπορεῖ νά ἀπορρίψει κανείς ὁποιοδήποτε ἱστορικό κείμενο, ἀφοῦ τά τεκμήρια, γιά τίς περισσότερες περιπτώσεις, δέν εἶναι τόσα, ὥστε νά μήν ἐπιδέχονται ἀμφισβήτηση ἤ ἀμφιβολία.
Μέ δεδομένη, λοιπόν, αὐτή τήν ἀλήθεια, ἄς προχωρήσουμε, ἀδελφοί, στήν τεκμηρίωση τῆς Ἀνάστασης τοῦ Θεανθρώπου μέ βάση τό “εἶδα” μέ -ει, καί “οἶδα” μέ -οι, δηλαδή, γνωρίζω, καί ὄχι τῆς ἀνάστασης τῆς πίστης καί τῆς μή ἔρευνας. Παράδειγμα ὁ Ἰωάννης, ὁ Μαθητής ἐκεῖνος πού προσέγγισε τήν ἀνάσταση τοῦ “Διδασκάλου” του μόνο μέ τή γνώση, μέ τό “εἶδα” καί καθόλου μέ τήν πίστη. Ἡ πίστη ἦλθε ὡς συνέπεια τοῦ “εἶδα”. Τά στοιχεῖα τῆς ἀντικειμενικότητας τοῦ Ἰωάννη εἶναι: Δέν ἀναφέρει πουθενά τό ὄνομά του, δέν προβάλλει τόν ἑαυτό του οὔτε κι ἐκεῖ πού ὑπερτερεῖ τοῦ Πέτρου. Γίνεται ὁ “ἄλλος μαθητής”. Δέν διστάζει νά ἀναφέρει ὅτι, ἐνῶ ἔφθασε ὡς νεώτερος πρῶτος αὐτός στό μνημεῖο, ἀπό φόβο δέν μπῆκε μέσα, ἀλλά μετά τόν Πέτρο «καί εἶδε καί ἐπίστευσε» (Ἰω. κ΄ 8). Στήν περιγραφή τοῦ κενοῦ Τάφου τοῦ Κυρίου ἀποβάλλει τήν οἰκειότητα πού εἶχε μέ τόν Ἰησοῦ, καί μόνο δηλώνει τήν παρουσία του μέ τό «ὅν ἐφίλει» ὁ Ἰησοῦς καί ἀναζητεῖ καί αὐτός στοιχεῖα γιά νά πιστέψει τήν Ἀνάσταση τοῦ Διδασκάλου. Καί τά βρῆκε στόν ἄδειο τάφο καί στή συνάντηση μέ Ἐκεῖνον, ὁπότε καί εἶδε καί ἐπίστεψε.
Κορυφαία περίπτωση ἄρνησης τῆς Ἀνάστασης τοῦ Ἰησοῦ ἀποτελεῖ ὁ Θωμᾶς, ἀπαιτητικότερος τοῦ Ἰωάννη, ἀφοῦ γιά νά πεισθεῖ ἤθελε ὄχι μόνο ὀπτικές ἀποδείξεις, ἀλλά ἀναζητοῦσε καί ἁπτικές ἐπιβεβαιώσεις. Δέν ἔφθαναν μόνο τά μάτια, μπορεῖ νά τόν ξεγελοῦσαν, νά ἦταν ἡ εἰκόνα τοῦ Ἀναστάντος ὀφθαλμαπάτη ἤ λίγη παραίσθηση, ἀπό τόν διακαῆ πόθο τῶν Μαθητῶν νά ἀνασταινόταν ὁ Χριστός καί νά ἡ πλάνη. Ἡ ἁπτική, ὅμως, ἀπόδειξη δέν μποροῦσε νά τόν ξεγελάσει. Μποροῦσε νά βλέπει καί νά ψηλαφεῖ ταυτόχρονα: νά πιστοποιεῖ τίς πληγές στά χέρια, στά πόδια, στήν πλευρά! Τέτοια, ὄχι δυσπιστία, ἀλλά ἀπιστία δέν συναντᾶ εὔκολα κανείς: «Ἐάν δέν ἰδῶ μέ τά μάτια μου στά χέρια Του τό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό δάκτυλό μου στό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό χέρι μου στήν πλευρά Του, γιά νά βεβαιωθῶ ὄχι μόνο μέ τά μάτια μου, ἀλλά καί μέ τά δάκτυλά μου, δέν θά πιστέψω» (Ἰω. κ΄ 25). Τό «…ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» (Ἰω. κ΄ 28) πού ἀκολούθησε ἦταν καθαρά ὑπόθεση γνώσης, ἀπόδειξη προηγηθέντος ἐλέγχου. Ὁ Θωμᾶς, ὅπως καί ὁ Ἰωάννης, “εἶδε” καί “ἐπίστεψε”.
Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ἰατρός στό ἐπάγγελμα, δηλαδή ἐπιστήμων κι ὄχι εὐφάνταστος ψαράς καί ὑστερομαθητής τοῦ Ἰησοῦ, στό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ ὁμωνύμου Εὐαγγελίου του, παραγγέλλει στόν δικό του μαθητή τόν “κράτιστο”, δηλαδή “ἐκλαμπρότατο” Θεόφιλο (Λουκ. α΄ 3), ὅτι ὅσα γράφει γιά τόν Ἰησοῦ εἶναι προϊόν ἔρευνας, μελέτης, ἀλήθεια καί ὄχι πίστη. Ὁ λόγος του βασίζεται σέ ὅσα τοῦ παρέδωσαν Ἐκεῖνοι πού ἔγιναν «… αὐτόπτες μάρτυρες καί ὑπηρέτες τοῦ Κηρύγματος …»τοῦ μεσσιακοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρος (Λουκ. α΄ 2) καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά καί ὁ ἴδιος -ὁ ἱστορικός Λουκᾶς- διαβεβαιώνει «… μοῦ φάνηκε καλό καί ἐγώ νά ἐξετάσω προσωπικῶς καί νά παρακολουθήσω μέ πολλή προσοχή καί ἀκρίβεια ὅλα ἐξ ἀρχῆς, ὅσα σχετίζονται μέ τό Εὐαγγέλιο καί νά σοῦ τά γράψω μέ τή σειρά τους, κράτιστε Θεόφιλε…» (Λουκ. α΄ 3-4). Ὁ Μαθητής αὐτός βεβαιώνει ὅτι ὅσα γράφει εἶναι προϊόν ἔρευνας καί ἁπτή βεβαιότητα. Καί ὁ Λουκᾶς, λοιπόν, ἐρεύνησε, ἀναζήτησε, ἔψαξε, γνώρισε, πίστεψε!
Ἀλλά καί ἡ πίστη τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἦταν προϊόν γνώσης καί μάλιστα πολλαπλῆς, ἀφοῦ ἀρνιόταν ὅ,τι ἔβλεπε καί δέν δεχόταν ὅ,τι ἄκουγε. Συγκεκριμένα, ὅταν ρωτήθηκε γιατί κλαίει, ἀπάντησε ὅτι «… γιατί πῆραν τόν Κύριό μου ἀπό τόν τάφο καί δέν ξέρω ποῦ τόν ἔβαλαν …» (Ἰω. κ΄ 13), πού σημαίνει ὅτι δέν μιλοῦσε γιά Ἀνάσταση, ἀλλά γιά κλοπή τοῦ πανακηράτου Σώματος. Καί ὅταν εἶδε τόν Ἰησοῦ καί νομίζοντας ὅτι «… ὁ κηπουρός ἐστί …» (Ἰω. κ΄ 15), τόν παρακαλοῦσε νά τῆς ’πεῖ ποῦ μετέφερε τόν Ἰησοῦ: «… κύριε, ἐάν τόν ’πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τόν ἔβαλες, κι ἐγώ θά τόν πάρω ἀπό τόν κῆπο σου καί θά τόν τοποθετήσω σ’ ἄλλο τάφο …» (Ἰω. κ΄ 15). Κι ἐδῶ κανένας λόγος γιά Ἀνάσταση. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἡ Μαγδαληνή εἶχε καταληφθεῖ ἀπό μία μορφή παραίσθησης λόγῳ «… σκοτίας ἔτι οὔσης …» (Ἰω. κ΄ 1) καί «… τοῦ ὄρθρου βαθέος …» (Λουκ. κδ΄ 1), δηλαδή «… ἦταν ἀκόμα βαθειά χαράματα …», τοῦ τόπου τοῦ νεκροταφείου καί τῆς σφοδρῆς ἐπιθυμίας της νά ἰδεῖ τόν Διδάσκαλό της ἀναστημένο. Ἡ παραίσθηση θά ἔπρεπε νά λειτουργήσει κατ’ ἀντίστροφο τρόπο ἀπ’ ὅ,τι λειτούργησε, δηλαδή θά ἔπρεπε νά ἐκλαμβάνει, νά “βλέπει” ἡ Μαγδαληνή ὡς τόν Διδάσκαλό της ὅποιον κι ἄν συναντοῦσε κι ὄχι νά θεωρεῖ ὡς ξένο ἤ “κηπουρό” τόν Διδάσκαλό της. Στήν ψευδαίσθηση καί παραίσθηση ἡ προσδοκία μεταβάλλει τό ὑπάρχον σέ δικό μας ὑπάρχον!
Λοιπόν, ἀδελφοί, διαπιστώνεται ὅτι κύρια στελέχη τῆς ὁμάδας τοῦ Θεανθρώπου -ἄς μή λησμονήσουμε καί τόν μεταστραφέντα διώκτη τοῦ Ἰησοῦ ἀπό Σαούλ σέ Ἀπόστολό Του Παῦλο- ὅπως ὁ Ἰωάννης, ὁ Πέτρος, ἡ Μαγδαληνή, ὁ Θωμᾶς ἀλλά καί οἱ ὑπόλοιποι Μαθητές ἀποδέχθηκαν τήν Ἀνάσταση, πίστεψαν στόν Χριστό γιατί “εἶδαν”. Ἀπό ’κεῖ καί πέρα, ἐπειδή τό “εἶδα”, δέν μπορεῖ νά ἔχει τήν ἀξία ἤ τίς δυνατότητες τῶν Μαθητῶν, περνᾶμε στό “πιστεύω”, χωρίς πιά νά ζητοῦμε κατά τούς Ἕλληνες, δηλαδή τούς Ἐθνικούς καί τούς Ἰουδαίους σοφία ἤ σημεῖο, προκειμένου νά πεισθοῦμε. Ἐμεῖς κηρύσσουμε Χριστόν Ἐσταυρωμένο καί Ἀναστημένο «… Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρίαν …» (Α΄ Κορ. α΄ 23) κατά τόν Παῦλο, ἀλλά καί μωρία γιά τόν σημερινό ὀρθολογιστή, μηδενιστή, ὑλιστή ἤ ἀμοραλιστή ἄνθρωπο!
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΑΔΕΛΦΟΙ!
ΝΑΙ, ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Ἅγιον Πάσχα 2024
Μέ χριστονοσταλγικούς ἀναστάσιμους
πατρικούς ἀσπασμούς
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
†Ὁ Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου
ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ