Τήν Κυριακή 20η Νοεμβρίου τ.ἔ., Θ΄ Λουκᾶ, πού ἡ Ἐκκλησία μας ὑπενθυμίζει ἀπό τόν Ἱερό Ἄμβωνα τήν Παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου (Λουκ. ιβ΄ 16-21), ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Θεόκλητος, συνοδευόμενος ἀπό τόν Παν/το Ἀρχιμ. π. Λεόντιο Καρίκα καί τόν Διάκονο π. Γεώργιο Κυριάκου, ἐπεσκέφθη τήν Ἐνορία Ἁγίου Δημητρίου Γεροπλατάνου, ὅπου χοροστάτησε στήν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί προέστη τῆς Θείας Λειτουργίας. Τόν Σεβασμιώτατο ὑπεδέχθη ὁ φιλομάρτυς Λαός τῆς ἱστορικῆς Κωμοπόλεως, μέ ἐπικεφαλῆς τόν καλό Ἐφημέριό της, Παν/το Ἀρχιμ. π. Κυπριανό Στραζέρου καί τίς Ἀρχές τοῦ Τόπου, δηλαδή τόν Δήμαρχο Πολυγύρου κ. Ἀστέριο Ζωγράφο, τούς Ἀντιδημάρχους κ.κ. Δημήτριο Κοντογιώργη, Δημήτριο Ζαγγίλα καί Χρῆστο Βορδό καί τόν Πρόεδρο τοῦ Τοπικοῦ Συμβουλίου κ. Δημήτριο Σεραφείμ.
Στήν ὁμιλία του ὁ Σεβασμιώτατος ἀναφέρθηκε στό ὀλίσθημα τῶν σημερινῶν “πολιτισμένων” κοινωνιῶν πού δυστυχῶς τό μόνο τους ἐνδιαφέρον – θά λέγαμε ὁ αὐτοσκοπός – εἶναι ὁ πλουτισμός, ἡ περιουσία καί ἡ ξέφρενη συγκέντρωση ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὁ ἄνθρωπος, συνέχισε ὁ ὁμιλητής, σύρθηκε στό νά βλέπη τά πάντα σάν οὐδέτερα ἀντικείμενα, ὑποταγμένα στίς ἀνάγκες του καί χρήσιμα μόνο γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ἐγωκεντρικῶν του ἐπιθυμιῶν καί ἐπιδιώξεων. Ἡ ὑπερφίαλη σύναξη καί χρήση τοῦ πλούτου, ἰδίως στίς δυτικές κοινωνίες ὅπου ὁ πρακτικός ὑλισμός ζῆ καί βασιλεύει, ἐλευθερώνει καθημερινά τή δυσοσμία τῆς ἀκόρεστης βουλιμίας τοῦ ἀτόμου, τήν ἐνστικτώδη τάση νά ἔχη, νά κατέχη, νά καταναλώνη καί νά εὐφραίνεται αἰσθησιακά δίχως ὅρια καί φραγμούς· τάση πού τό γεμίζει μέ ἄγχος καί ἀγωνία καί καταντάει στή νεύρωση, ἀφαιρώντας του κάθε ὑποψία γιά προσωπική σχέση μέ τόν κόσμο, γιά πραγμάτωση τῆς ζωῆς ὡς γεγονότος κοινωνίας καί σχέσεως μέ Θεό καί ἀνθρώπους.
Ὁ ὑλισμός, εἶπε ὁ Ἐπίσκοπος, εἴτε θεωρητικός, ὅπως δηλαδή βιώθηκε στόν χῶρο τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ, εἴτε πρακτικός – ὁ καί πιό ἐπικίνδυνος – πού δυστυχῶς βιώνεται στίς δυτικές κοινωνίες, θάβει τόν ἄνθρωπο καί τόν κατεβάζει κάτω ἀπό τήν ἀξία του. Ἡ ἀνθρώπινη ὀντότητα σάν βουλιάξει καί χάσει τήν αὐθεντικότητά της καί τή φυσιογνωμία της, πνιγμένη στό ἀθέμιτο κέρδος, μουχλιάζει μαζί μέ τούς τίτλους τῶν θησαυροφυλακίων πού ἔκανε θεούς της, γιατί χάνει κυρίως τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ξεφτιλίζοντας τήν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Δέν μπορεῖ ὁ σημερινός ἄνθρωπος νά ἀντιληφθῆ πῶς σάν θές νά εἶσαι φίλος τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά μισήσεις τόν χρυσό καί τήν ἀκόρεστη καί ἀχόρταγη λατρεία του, λατρεία πού στρέφει τή διάνοια στόν ἑαυτό της, ἀπομακρύνοντάς την ἀπ’ τή γλυκύτατη ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ καί τή θέα τοῦ ἀδελφοῦ. Κατά τόν ὅσιο Νικήτα τόν Στηθάτο, ἄν ἀγαπᾶς τόν χρυσό, δέν ἀγαπᾶς τόν Χριστό! Ἄν ἀγαπᾶς τόν χρυσό, δέν σέ ἐμποδίζει τίποτα νά ἐκμεταλλεύεσαι τόν ἄνθρωπο.
Γιά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, τόνισε ὁ ὁμιλητής, ἡ φιλοκτημοσύνη καί τό πάθος τῆς φιλαργυρίας δέν προέρχονται ἀπό τήν φύση, ἀλλά μόνο ἀπό τήν πολύ κακή καί διεφθαρμένη διάθεση, εἶναι γεννήματα τῆς διεστραμμένης βούλησης καί τοῦ ἐπιθυμητικοῦ καί ἐπικίνδυνη ψυχική ἀρρώστια. Κάνει τόν ἄνθρωπο νά χάσει τήν ψυχή του, ἀφοῦ γιά νά πετύχη τό κέρδος πατάει πάνω σέ πτώματα· γιά τόν πλούσιο Θεός γίνεται ἡ κοιλιά του καί ὁ χρυσός. Καί ὅλα αὐτά γιατί; Γιά μιά κοινωνία ἀνέσεων καί πλατυσμοῦ, ὅπου ἡ εὐμάρεια καί ἡ καλοπέραση γίνεται στόχος καί νόμος καί ἐν ὀνόματι αὐτοῦ τοῦ μέτρου τά πάντα ἐπιτρέπονται, ἀκόμα καί ἡ ταραχή καί ἡ ἀγωνία καί τό θανατηφόρο ἄγχος καί ὅσα πάθη γεννιοῦνται ἀπό τή φιλοϋλία τῆς ψυχῆς, κοινωνία πού στηρίζεται στά χρήματα καί στίς διακυμάνσεις τους καί ὄχι στόν Θεό. Συμβαίνει πολλές φορές μερικοί καί θάνατο νά ὑποστοῦν γιά τά χρήματα, πέρα ἀπό τούς ἀναρίθμητους πειρασμούς τοῦ πλούτου, δηλαδή τόν φόβο, τή φροντίδα, τήν ἀκατάπαυστη λύπη καί τή σαρκολατρεία.
Καί κατέληξε ὁ Σεβασμιώτατος: «Παρά ταῦτα ὁλάκερη ἡ σημερινή ἀνθρώπινη φιλοσοφία, ἡ ἰδεολογία καί οἱ κοινωνικοί ἀγῶνες ἐξαντλοῦνται στή γεύση τῆς ὕλης. Ἡ μωρία τοῦ νεόκοπου πλουτισμοῦ σαρώνει τά πάντα καί καθημερινά ἐπιβεβαιώνει τόν ὅσιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή πού διδάσκει ὅτι ἡ κενοδοξία καί ἡ φιλαργυρία γεννοῦν ἡ μία τήν ἄλλη. Γιατί ἐκεῖνοι πού εἶναι κενόδοξοι, πλουτίζουν, κι ἐκεῖνοι πού πλουτίζουν, γίνονται κενόδοξοι. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ πλούτου στήν πραγματικότητα φοβοῦνται τή φτώχεια, μή πιστεύοντας σ’ Ἐκεῖνον, πού ὑποσχέθηκε ὅτι θά δώση ὅλα τά ἀναγκαῖα σέ ὅσους ζητοῦν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί τελικά φορτώνουν τόν ἑαυτό τους ἄχρηστο φορτίο, ἤ μάλλον τοῦ κατασκευάζουν παράδοξο τάφο, καί ἄς εἶναι ἀκόμα ζωντανοί! Γιατί οἱ νεκροί θάβονται στό κοινό χῶμα, ἐνῶ ὁ νοῦς τοῦ ζωντανοῦ φιλάργυρου θάβεται στό χρυσάφι πού καί αὐτό εἶναι χῶμα. Μά αὐτός ὁ τάφος εἶναι πιό βρωμερός ἀπό τόν ἄλλο, καί τόσο πιό βρωμερός γίνεται, ὅσο μέ περισσότερο χρυσό τόν ἔχει σκεπάσει. Γιατί ἡ δυσωδία τῆς πληγῆς τῶν ἀθλίων θαμμένων διαπερνάει τό πάχος αὐτοῦ τοῦ τάφου καί φτάνει μέχρι τόν οὐρανό, στούς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καί στόν Θεό, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ!»
Στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας τό Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, μέ σύμφωνο γνώμη καί εὐλογία τοῦ Ποιμενάρχου μας, ἐτίμησε γιά τίς ἐξαιρετικές του ὑπηρεσίες στήν Ἐκκλησία καί στόν Τόπο, τόν φιλόχριστο Δήμαρχο Πολυγύρου κ. Ἀστέριο Ζωγράφο, Ἀρναιώτη τήν καταγωγή, πού τιμᾶ τήν γενέτειρά του, τή Χαλκιδική καί στηρίζει τήν Τοπική Ἐκκλησία μέ ὅλες του τίς δυνάμεις. Στόν κ. Δήμαρχο ἐπεδόθη ἀπό τόν π. Κυπριανό πλακέτα – εὐεργετήριο, ὡς ἐλάχιστο ἀντίδωρο γιά ὅσα ὁ Δημοτικός αὐτός Ἄρχοντας προσφέρει στούς πολίτες, ζῶντας εἰλικρινά τόν Χριστό καί τιμῶντας τήν Ἐκκλησία Του. Ἀπό τή θέση αὐτή συγχαίρομε τόν κ. Ζωγράφο, εὐχόμενοι Κλῆρος καί Λαός, νά τοῦ χαρίζει ὑγεία ὁ Κύριος καί νά τόν ἔχη γερό, χάριν τοῦ καλῶς νοουμένου κοινωνικοῦ συμφέροντος καί τοῦ τόπου πού τόν γέννησε.
[widgetkit id=544]