Τήν Ε΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, 2α Ἀπριλίου τ.ἔ., ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Θεόκλητος πλαισιούμενος ἀπό τόν Παν/το Ἀρχιμ. π. Λεόντιο Καρίκα καί τούς Διακόνους π. Ἐφραίμ Τσόλη καί π. Γεώργιο Κυριάκου, ἐπεσκέφθη τήν Ἐνορία τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης τῆς Οὐρανουπόλεως, τοῦ πανέμορφου ἐπινείου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Δίπλα του καί ὁ ἐξαίρετος Ἐφημέριος τῆς Κωμοπόλεως Παν/τος Ἀρχιμ. π. Θεοδόσιος Ἐμμανουήλ, ὁ ὁποῖος ὡς Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῆς περιοχῆς καί Πνευματικός λαμπρύνει μέ τήν παρουσία του καί τό ἔργο του τήν Ἱερά μας Μητρόπολη.
Ὁ Λαός τῆς Οὐρανουπόλεως μέ μεγάλη χαρά καί κατάνυξη μετεῖχε τόσο τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου, ὅσο καί τῆς Ἀρχιερατικῆς Θείας Λειτουργίας, προετοιμασμένος κατάλληλα ἀπό τόν Ἐφημέριό του.
Στήν ὁμιλία του ὁ Σεβασμιώτατος ἀνέλυσε τήν ἐπαναστική καί πρωτόγνωρη ἀπάντηση τοῦ Κυρίου μας στήν ἀνόητη παράκληση δύο μαθητῶν Του νά τούς τοποθετήση δεξιά καί ἀριστερά τοῦ ὑποτιθεμένου θρόνου Του στά Ἱεροσόλυμα, σάν καθόταν ὡς Βασιλιάς στήν δόξα Του: «ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος» καί «ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος» (Μαρκ. ι΄ 43-44).
Οἱ δόξες καί τά μεγαλεῖα, εἶπε ὁ ὁμιλητής, δέν βρίσκονται στήν ἔπαρση καί στήν ἀλαζονεία, σύμφωνα μέ τά μέτρα τοῦ Κυρίου μας, ἀλλά στήν ἁπλή ἐξυπηρέτηση τοῦ ἀδελφοῦ καί τήν ταπείνωση. Δέν βρίσκεται ἡ δόξα στίς πρωτοκαθεδρίες καί στήν λάμψη τῶν διαδημάτων, ἀλλά στήν θυσιαστική ἐξυπηρέτηση τοῦ πλησίον. Καί καθώς ὁ Κύριος εἶπε, δέν γίνεται κανείς μεγάλος μέ τό νά ἀνεβαίνη σέ θρόνους, ἀλλά μέ τό νά βρίσκει τή δύναμη καί νά φθάνη στό ἡρωϊσμό νά πλένη τά πόδια τοῦ ἀδελφοῦ καί νά τόν ἀνακουφίζη, φορῶντας τό “λέντιο” καί κρατῶντας τήν ταπεινή “λεκάνη” πού γνωρίζει νά διακονῆ τόν “ἄλλο” χωρίς ὅρια.
Καί κατέληξε ὁ Σεβασμιώτατος: «Ἀλοίμονο στίς κοινωνίες ἐκεῖνες πού θά λείψουν οἱ μεγάλοι, οἱ ἀφανεῖς ἀκρογωνιαῖοι “λίθοι”, πού ‘χουν τήν δύναμη νά κρατᾶνε στούς ὤμους τους ὡς στυλοβάτες τό κοινωνικό οἰκοδόμημα. Τό οἰκοδόμημα τό κοινωνικό χωρίς θεμέλια, χωρίς θυσία, χωρίς ταπείνωση εἶναι καταδικασμένο σέ παταγώδη κατάρρευση, γιατί τοῦ λείπουν οἱ “πρῶτοι” καί ἀπαραίτητοι. Εὐλογημένη ἡ κοινωνία πού βρίσκει τό κουράγιο νά ἀνασύρη ἀπό τά βάθη τῆς ὑπάρξεώς της αὐτά τά κεφάλαια – διαμάντια καί νά τά ἀνυψώνη στή θέση πού τούς ἀξίζει»!
[widgetkit id=597]