Στίς 26 Ὀκτωβρίου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει καί τιμᾶ μεγαλοπρεπῶς τόν ἅγιο Δημήτριο τόν Θεσσαλονικέα καί Μυροβλήτη, προσφιλῆ ἅγιο τῆς Ὀρθοδοξίας καί μάλιστα τῆς Ἑλλάδος ὁλόκληρης.
Γιά φέτος ὁ ἑορτασμός ὑπῆρξε λαμπρός στόν Γεροπλάτανο πού τόν θεωρεῖ προστάτη του καί ἔχει ὑψώσει παλαιόθεν περικαλλῆ ἱερό Ναό πρός τιμήν τοῦ Μεγαλομάρτυρος Ἁγίου. Ἐκεῖ εὑρέθη καί ὁ Μητροπολίτης μας κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ, προσκαλεσμένος ἀπό τήν τοπική Ἐνορία διά τοῦ ἐφημερίου της, Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Κυπριανοῦ Στραζέρου, ἀνερχομένου καί φερέλπιδος Κληρικοῦ τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως.
Ὁ π. Κυπριανός ἔχει ἐργασθῆ γιά τήν Ἐνορία του πνευματικά καί σέ κόπους πολλούς ἔχει ὑποβληθῆ γιά τήν καθώς ἁρμόζει εἰς ἱερούς χώρους παραδοσιακή ἀξιοπρέπεια τῶν σεβασμάτων τῆς πίστεώς μας. Προσφιλής στόν Λαό τοῦ Θεοῦ, σεβαστός ἀπό ὅλους καί συνεργάσιμος μέ τούς τοπικούς παράγοντες, σοβαρός κληρικός, ἔχει ἀποσπάσει τήν ἀγάπη τοῦ ποιμνίου του. Γιά τοῦτο ὁ Σεβασμιώτατος τόν προεχείρισε εἰς Πνευματικόν, ὥστε νά δέχεται τίς ἐξαγορεύσεις τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί νά παράσχη, εὐλογημένα πλέον, τήν συγγνώμη τοῦ Κυρίου στούς ἐξομολογουμένους καί μετανοοῦντες ἀδελφούς μας.
Στό κήρυγμά του ὁ Μητροπολίτης μας, μιλώντας γιά τόν ἑορτάζοντα Ἅγιο, διερωτήθη γιατί ἕνας νεώτατος ἄνθρωπος καταγόμενος ἀπό ὀνομαστή οἰκογένεια τῆς Θεσσαλονίκης, κάτοχος λιπαρᾶς σοφίας, «ἥδυς τήν ὄψιν, ἡδέστερος δέ τήν ψυχήν», κατά τό μαρτυρολόγιό του, πρωτοστάτης στήν νεανική κίνηση τῆς ἐποχῆς του στή Συμβασιλεύουσα, διαπρεπής ἀξιωματικός ἐπί Διοκλητιανοῦ, ἀρχάς τοῦ τετάρτου αἰῶνος μ.Χ., τιμώμενος ὑπό πάντων τῶν μελῶν τῆς τοπικῆς κοινωνίας καί δή ὑπερβαλλόντως, ἐθεώρησε σκόπιμο νά μαρτυρήση ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα διά λογχισμοῦ στήν πλευρά, κατά μίμησιν τοῦ Κυρίου μας, ποτίζοντας μέ τό τίμιο αἷμα του τή Μακεδονία μας καί κατ’ ἐπέκτασιν τήν ἁγιοτόκο Ἑλλάδα. Τί τοῦ ἔλειψε; Τί ἦταν αὐτό πού ἀναζητοῦσε στή βιοτή του;
Τήν ἀπάντηση τήν ἔδωσε ὁ Σεβασμιώτατος παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τό ἱερό Βιβλίο τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί εἶπε συγκεκριμένως: «Μή ὅν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου εἴδετε;» (Ἆσμ. Ἀσμ. γ΄ 3), κράζει ἡ ἀνθρώπινη ψυχή διαχρονικά ἀναζητώντας προσωπικά τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ μας καί νοσταλγικά σάν πετύχει στήν ἀναζήτηση αὐτή καί Τόν συναντήση, νά Τόν βρῆ, τραγούδι καί ὕμνο μέλπει καί ψελλίζει: «Ἀναστήσομαι δή … καί ζητήσω ὅν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου … Ἐκράτησα αὐτόν καί οὐκ ἀφήσω αὐτόν … ὅτι τετρωμένη ἀγάπης εἰμί ἐγώ» (εἶμαι πληγωμένη ἀπ’ τήν ἀγάπη Του!) (Ἆσμ. Ἀσμ. γ΄ 4 καί ε΄ 8).
Καί συνέχισε: «Ἡ πείνα καί ἡ δίψα γιά τόν Χριστό πού χορταίνει τόν ἄνθρωπο, πού πληροῖ τίς ἐρωτευμένες γιά τόν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας ψυχές, ἦταν ὁ λόγος πού ὤθησε τόν Δημήτριο νά δώση τό αἷμα του γιά νά πορφυρώση τόν τίμιο μανδύα τῆς Ἐκκλησίας».
Στενάζει, κατέληξε ὁ Δεσπότης μας, ἡ πανανθρώπινη ψυχή καί «βοᾶ ἐπί κοίτην ἐν νυξίν» χωρίς τήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως εἶναι πλήρης ὁ ἄνθρωπος πού κάθε μέρα καί περισσότερο πυρακτώνει τήν ψυχισμό του μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα του καί ἀπολαμβάνει ἀνείπωτους γλυκασμούς, «πληγωμένος» ἀπ’ τή θερμουργή παρουσία Του ἐντός του.
Προέτρεψε δέ κυρίως τούς νέους ἀνθρώπους νά γνωρίσουν καί νά γευτοῦν τόν Κύριό μας, τόν Θεό τοῦ Δημητρίου, ὥστε νά ἱκανοποιήσουν τό ἰσχυρότερο μέλημα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, πού εἶναι ἡ οὐσιαστική κοινωνία καί ἕνωση μέ τόν ζῶντα Θεό.
Κατά τήν ἀπόλυση τῆς θείας Λειτουργίας ὁ προχειρισθείς εἰς πνευματικόν π. Κυπριανός ἐκ μέρους τοῦ πολυπληθοῦς καί πανηγυρίζοντος ἐκκλησιάσματος, ἐδώρησε στόν Σεβασμιώτατο ἀρχιερατικό ἐγκόλπιο μέ ἐξεικονισμένο πρόσωπο τόν ἑορτάζοντα ἅγιο Δημήτριο, πού σημειωτέον εἶναι προστάτης του μέγας παιδιόθεν καί ἔχει σφραγίσει ποικιλοτρόπως τήν ἱερατική του πορεία στήν Ἐκκλησία μας.
[widgetkit id=34]