Την Πέμπτη 10η μηνός Νοεμβρίου τ.ε. στις 10 το πρωί, στην αίθουσα της “Αποστολικής Διακονίας” του Μητροπολιτικού Μεγάρου στην Αρναία πραγματοποιήθηκε η Β΄ για την φετινή εκκλησιαστική χρονιά Ιερατική Σύναξη της Ιεράς μας Μητροπόλεως, με προσκεκλημένο ομιλητή τον κ. Τρύφωνα Τσομπάνη, Επίκουρο Καθηγητή Αισθητικής της Λατρείας καί Ομιλητικης, του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ».
Αφού έγινε προσευχή ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Θεόκλητος ενημέρωσε το ιερό σώμα για τρέχοντα διοικητικά θέματα, αφορώντα τόσο την Ιερά μας Μητρόπολη, όσο καί την Εκκλησία μας ευρύτερα. Κατόπιν παρουσίασε τόν ομιλητή της ημέρας κ. Τσομπάνη, παρατηρώντας ότι το εκκλησιαστικό του ήθος, η ορθόδοξη συνείδηση και ο σεβασμός του στον Ιερό Κλήρο ήταν οι λόγοι για τους οποίους προεκρίθη για εισηγητής επάνω στο θέμα της αισθητικής αγωγής στην Ιερά μας Λατρεία, σε θέματα ευταξίας των Ιερών μας Ναών και γενικώτερα της Ιεράς μας Λειτουργικής Παραδόσεως, καθότι τυγχάνει στενός συνεργάτης του Σεβ. Μητροπολίτου Λαγκαδά κ. Ιωάννου, προσφέροντας τα μέγιστα στην Λειτουργική εξύψωση καί ανακαίνιση της υπ’ Αυτόν Ιεράς Μητροπόλεως.
Ο Ελλογιμώτατος κ. Καθηγητής γλαφυρότατα παρουσίασε το θέμα του και με πολλή ευχέρεια ωδήγησε τους Ιερείς μας ιστορικά και θεολογικά στο δέον της Λειτουργικής μας Παραδόσεως και τάξεως, που με μέτρο, με μεγαλοπρέπεια, αλλά και σεμνότητα βιώνει η Ορθοδοξία ανά τους αιώνες.
Μεταξύ τών άλλων ο κ. Καθηγητής παρετήρησε: «Η επιστράτευση των αισθήσεων από την Εκκλησία, προκειμένου ο όλος άνθρωπος να γνωρίσει τον Θεό, έγινε κατά βάση για λόγους απόλυτα φυσικούς και παιδαγωγικούς. Δεν μπορούσε να αρνηθεί στον άνθρωπο να φτάσει στη γνώση άνευ των αισθήσεων, γιατί αυτές ήταν συνυφασμένες με την ανθρώπινη προσωπικότητα και συμπληρώνουν τον όλο άνθρωπο. Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ήταν βασικό μέλημα της πολιτείας να μυήσει τον άνθρωπο στις αισθητικές αξίες και τη γνώση του ωραίου, γιατί πίστευαν ότι η αισθητική αγωγή, οδηγεί στην αισθητική ζωή. Η αισθητική μόρφωση αποτελούσε εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου και ο αγώνας της πολιτείας ήταν να διδάξει τη γλώσσα του ωραίου και υψηλού. Ο καλαισθητικά μορφωμένος άνθρωπος ήταν πιο κοντά από κάθε άλλον στην ουσία της ζωής. Έτσι η Εκκλησία από πολύ νωρίς παιδαγώγησε τον άνθρωπο, ώστε με καθαρές τις αισθήσεις του, να μπορέσει να βιώσει το μυστήριο της σωτηρίας του, με το σύνθημα «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψώμεθα τω απροσίτω φωτί της αναστάσεως…».
Ο Ναός γίνεται σχολείο αγωγής και καλλιέργειας των αισθήσεων, μέσα από την τέχνη, που διακονεί τα Μυστήρια της λατρείας μας και συμβάλλει με το φιλοκαλικό της περιεχόμενο στην εκζήτηση του θείου κάλλους και της αγάπης του Θεού. Σε ένα τροπάριο της Κυριακής της Ορθοδοξίας ψάλλουμε για την τέχνη των εικόνων, πως ο Θεός «συγκατέμειξεν» την εικόνα με το θείον κάλλος, και βέβαια μη ξεχνάμε ότι ο Χριστός κατά τον ψαλμωδό είναι «ο ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων». Στην Ορθόδοξη λατρεία μας η όποια μορφή τέχνης δεν διακοσμεί αλλά λειτουργεί στην κάθαρση των αισθήσεων και φτάνει ως τη σωτηρία. «Είδον είδος Θεού το ανθρώπινον και εσώθη η ψυχή μου». Ο δε άγιος Χρυσόστομος γράφει πως «είδον τον Κύριον επι σταυρού και ουκ αδακρυτί την θεαν παρήλθον». Γι’ αυτό η τέχνη στην Εκκλησία μας και η αισθητική της, είναι η θεολογία της ωραιότητος, όπως λέει ο Παύλος Ευδοκίμωφ.
Ουσιαστικά είναι η μεταφορά της ωραιότητας του Ευαγγελικού λόγου και η απόδοσή του με εικόνες και σχήματα, που βιώνεται λειτουργικά και διακονεί υπηρετικά τη λατρεία, ως εποπτεία και παράγοντας αγωγής και κάλλους αισθητικού. Γι’ αυτό όταν η τέχνη αυτονομείται από τον λειτουργικό της ρόλο ή απολυτοποιείται, αυτοκαταδικάζεται σε μαρασμό. Και είναι σημαντικό να δούμε πώς ιστορικά από την πρώτη κι όλας στιγμή, οι Πατέρες με τη σοφία και τη γνώση που διέθεταν, κατηύθυναν την τέχνη της Εκκλησίας, στον ουσιαστικό διακονικό της ρόλο, και αρχίζοντας από την αρχιτεκτονική δομή του Ναού, έθεσαν τις πρώτες βάσεις της ορθόδοξης αισθητικής, που δεν έχει να κάνει μόνο με τον Ναό, αλλά και την ζωγραφική, το ψηφιδωτό, την μαρμαρογλυπτική, τους άμβωνες, τα τέμπλα, την ξυλογλυπτική, τα σκεύη, τα άμφια, τις κανδήλες, τους πολυελαίους, την διακόσμηση του ναού με τα απαραίτητα αντικείμενα της καθημερινής χρήσης του Ναού. Ακόμα και η τοποθέτηση ενός Ναού χωροταξικά, παίζει το δικό της ρόλο, η στροφή προς την ανατολή, έχει να κάνει με τη σχέση Ναού και φωτός, και πως ο ορθόδοξος ναοδόμος, χρησιμοποιεί τη δωρεά του φωτός για να υπηρετήσει το έργο του και φυσικά το έργο της Εκκλησίας.
Έχουν γραφεί εξαιρετικές μελέτες για το φως στη βυζαντινή εκκλησία, και πώς αυτό το παιχνίδισμα του φωτός με το οικοδόμημα, μπορεί να υπηρετήσει την υπόθεση της ζωγραφικής ιστόρισης ενός Ναού, καθώς έρχεται να προβάλλει και να εστιάσει πάνω στις ζωγραφισμένες επιφάνειες, υποδεικνύοντας πρότυπα και μοντέλα ζωής και ασκήσεως. Έτσι η πορεία προς έναν Ναό, είναι ταυτόχρονα και μια πορεία προς το φως, ανακάλυψη της ομορφιάς και της ωραιότητος. Ο Ναός πρέπει να κρατά τον πιστό κι όχι να τον αποδιώχνει. Ωστόσο η ναοδομία και η εκκλησιαστική τέχνη γενικότερα, δεν έχει μόνο αισθητικά κριτήρια, αλλά κυρίως πνευματικά.»
Επακολούθησε εκτενής συζήτηση μεταξύ του ομιλητού, του Επισκόπου μας και του Ιερού μας Κλήρου, επί ώρα και πλέον επάνω στήν εισήγηση του κ. Τσομπάνη και συνηχθησαν τα απαραίτητα συμπεράσματα.
{youtube}wd3tzOdnrIA{/youtube}
[widgetkit id=540]