Τήν Κυριακή 19η Ἰουλίου τ.ἔ., πού ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τούς ἁγίους καί Θεοφόρους Πατέρες τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού συνεκλήθη τό 451 μ.Χ. καί συνιστᾶ οὐσιαστικά τήν παμμέγιστη ἐκείνη Οἰκουμενική Σύνοδο πού χάρη στόν ἁγιοπνευματικό φωτισμό τῶν ἁγίων Πατέρων της διετήρησε, διεφύλαξε καί διεκήρυξε ἀλώβητο τό Χριστιανικό δόγμα, δηλαδή τήν περί Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς τελείου Θεοῦ καί τελείου ἀνθρώπου, τοῦ Σωτῆρος τοῦ ἀνθρώπου καί κόσμου, διδασκαλία καί μία πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ εὑρέθη στόν Ἱερό Ναό ἁγίου Ἀθανασίου Λειβαδίου, ὅπου χοροστάτησε στόν Ὄρθρο καί προέστη τῆς Θείας Λειτουργικῆς Συνάξεως.
Μαζί του ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Λέοντιος Καρίκας, ὁ πάντα πρόθυμος Ἐφημέριος της Ἐνορίας, Οἰκονόμος π. Μακάριος Μπάρμπας καί οἱ Ἱεροδιάκονοι τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως π. Ἐφραίμ Τσόλης καί π. Μελέτιος Τσόγκας. Ἐντυπωσιακή ἦταν ἡ σύναξη τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ πού προσῆλθε ὁμοθυμαδόν στήν Θεία Λειτουργία, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Πρόεδρο τοῦ Τοπικοῦ Συμβουλίου κ. Ἀριστείδη Τσιλιπάκο.
Στό κήρυγμά του ὁ Σεβασμιώτατος ἀφοῦ πρῶτον ἀνέλυσε τή διδασκαλία τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ μας ὡς Θεανθρώπου καί Σωτῆρος τοῦ ἀνθρώπου, ἔπειτα παρετήρησε ὅτι τό «κήρυγμα» αὐτῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου ὀφείλεται στό «μέγεθος» τῶν 630 Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων πού συγκρότησαν καί ἀπήρτισαν αὐτήν τήν Ἁγία ὄντως Σύναξη. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶπε χαρακτηριστικά ὁ Δεσπότης, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πατέρων• αὐτή πού ὡς μεγάλους Διδασκάλους της ἀποδέχεται τούς Πατέρες. Τούς Πατέρες, πού λόγω τῆς κοινωνίας τους μέ τήν Ἁγιοτριαδική Θεότητα, ἀπέκτησαν τή θεογνωσία καί τήν ὁμολόγησαν στήν Ἐκκλησία σέ συνοδικές ἐκφράσεις• ἐκεῖνοι ἔφθασαν στόν φωτισμό καί τή θέωση, ἐκεῖνοι χάρισαν κῦρος στίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί ἀποτέλεσαν τήν πνευματική τους ὑποδομή, γι’ αὐτό δικαίως εἶναι καί ἀποκαλοῦνται ἀπλανεῖς καί θεόπνευστοι Ἐκκλησιαστικοί Διδάσκαλοι καί Θεολόγοι.
Τοῦτο οἱ ἅγιοι Πατέρες, συνέχισε ὁ ὁμιλητής, τό κατόρθωσαν συνυφαίνοντας στή ζωή τους τή «θεωρία» καί τήν πράξη: βίωσαν στήν πράξη τόν Θεό, γι’ αὐτό καί μποροῦν νά μιλοῦν γιά τόν Θεό. Ἔφτασαν στή «θεωρία» τοῦ Θεοῦ, τήν πνευματική θεωρία κι ἐμπειρία, τή γνώση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ πού εἶναι καρπός τῆς συναντήσεως τῆς καθαρῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς μέ τόν Παράκλητο, ἔφτασαν δηλαδή στήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ, στήν κοινωνία μέ τόν Θεό, μέσῳ τῆς νήψεως, τῆς ἡσυχίας καί τῆς ἀσκήσεως, γιατί στήν πράξη ἔζησαν ἀκέραια τό ἅγιο θέλημά Του. Τό ἁρμονικό συνταίριασμα πράξεως καί θεωρίας εἶναι ὁ δρόμος τῶν Πατέρων, κάτι πού μόνο ἡ Ὀρθοδοξία τό ζῆ ὡς θεόσδοτο θησαυρό καί πολύτιμη παρακαταθήκη.
Καί κατέληξε ὁ Ἐπίσκοπός μας: «Πολλοί σήμερα διερωτῶνται, γιατί τά λόγια του Θεοῦ δέν γίνονται εἰσακουστά ἀπ’ τόν μέσο ἄνθρωπο, ἄν καί κηρύσσονται ἀπό πολλούς καί σχεδόν παντοῦ. Τήν ἀπάντηση τή δίνει θαυμάσια ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μέγα πατερικό τῆς Ἀνατολῆς ἀνάστημα. “Οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ, ὅταν προφέρονται μόνο ὡς γυμνά λόγια, δέν ἀκούγονται, γιατί δέν ἔχουν ὡς ἦχο τήν πράξη αὐτῶν πού τά λένε. Ἄν ὅμως λέγονται μέ τή φωνή τῆς πράξεως τῶν ἐντολῶν, τότε κάνουν καί τούς δαίμονες νά λιώνουν μέ τή φωνή αὐτή καί τούς ἀνθρώπους νά οἰκοδομοῦν πρόθυμα τόν θεῖο ναό τῆς καρδιᾶς μέ τήν προκοπή στά ἔργα τῆς δικαιοσύνης”».
Κατά τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας ὁ Σεβασμιώτατος ἐχειροθέτησε σέ Ἀναγνώστη, τό ἐκλεκτό μέλος τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Κοινότητος κ. Ἀλέξανδρο Στελεκάτη. Τοῦ εὐχόμεθα ἐπαξίως νά γινώσκη καί νά ἀναγινώσκη τά Θεία Λόγια καί νά τά τηρῆ, ὡς ὁ Κύριος θέλει!
[widgetkit id=324]