Τήν Κυριακή ΙΔ΄Λουκά πού ἡ Εὐαγγελική περικοπή ἀναφέρεται στή θεραπεία τοῦ Τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς ἀπό τόν Κύριο, 2α Δεκεμβρίου ἐ.ἒ., ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ, ἀκολουθούμενος ἀπό τούς δύο Διακόνους του π. Γεώργιο Κυριάκου καί π. Κωνσταντῖνο Ἰσαακίδη, ἐπεσκέφθη τήν ἐνορία τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου στή Νέα Ἀπολλωνία. Τόν ὑποδέχτηκαν οἱ χριστιανοί τῆς ἐνορίας μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἐφημέριό τους π. Γεώργιο Κυζιρίδη καί τόν Πρόεδρο τῆς Τοπικῆς Κοινότητος κ. Βασίλειο Κυριάκου.
Παίρνοντας ἀφορμή ὁ Σεβασμιώτατος ἀπό τήν κραυγή τοῦ Τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς πρός τόν Κύριο: «… Ἰησοῦ υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησόν με…»(Λουκ. ιη΄ 38), μίλησε γιά τόν πόνο τοῦ ἀνθρώπου τόν προερχόμενο ἀπό τήν πολύπλευρη ἀσθένεια, πού ταλανίζει τόν ἂνθρωπο ἀπό τότε πού πάτησε τό πόδι του στή γῆ μέχρι σήμερα. Θεώρησε δέ τή φωνή αὐτή τοῦ τυφλοῦ ὡς πανθρώπινη κραυγή καί ἱκεσία γιά τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος.
Καταρχάς εἶπε ὁ ὁμιλητής ὃτι ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει, πώς ἡ ὑγεία εἶναι δῶρο Θεοῦ καί πολύτιμο ἀγαθό γιά τόν ἂνθρωπο, εἶναι οὐράνιος θησαυρός πού παρέχεται ἀπό τήν ὂντως Ζωή-τόν Κύριο-στό πλάσμα Του, ὣστε μέ τή χάρη Του νά πραγματώνη τόν σκοπό τῆς ζωῆς. «Δέν ὑπάρχουν πλούτη ὁσονδήποτε μεγάλα, καλύτερα ἀπό τήν ὑγεία τοῦ σώματος· καί δέν ὑπάρχει ἀνώτερη ἀγαλλίαση ἀπό τή χαρά τῆς καρδιᾶς», θά πῆ ὁ σοφός Σειράχ (λ΄ 16), ἐκφράζοντας τήν καθολική ἀνθρώπινη συνείδηση πάνω στό θέμα αὐτό. Μά ὁ Ἀδάμ πέφτοντας στήν ἁμαρτία, διαλύοντας τήν κοινωνία μέ τόν Θεό καί μέ εὐθύνη του ἀποκλειστική ἒχασε τήν τέλεια ψυχοσωματική του ὑγεία καί τράβηξε πάνω του τόν θάνατο, τήν ἀσθένεια καί τόν πόνο, πληγές πού ἀπό τότε τόν ταλανίζουν.
Ἡ ἀρρώστια καί ὁ πόνος δέν εἶναι φυσική κατάσταση στόν ἂνθρωπο, πού δόθηκε ἐξαρχῆς ἀπό τόν Θεό, ἀλλ’ ὃπως κι ὁ θάνατος, ἒτσι κι αὐτά εἶναι παρά φύσιν κατάσταση, πού ἦλθε στήν ἀνθρώπινη φύση μετά τή διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. «Ἀσθένησε ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τόν Ἀδάμ, ἐξαιτίας τῆς φθορᾶς πού ἒφερε ἡ παρακοή, κι ἒτσι εἰσέδυσαν σ’ αὐτήν τά πάθη», γράφει ὁ Ἃγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. Τό κυρίως κακό στόν ἂνθρωπο λοιπόν, δέν εἶναι ἡ ἀσθένεια, ἀλλά ἡ ἁμαρτία πού γέννησε τήν ἀσθένεια.
Κατά τόν Μέγα Βασίλειο συνέχισε, ὁ Δεσπότης, οἱ περισσσότερες ἀπό τίς σωματικές ἀρρώστιες πηγάζουν ἀπό τίς ἁμαρτίες τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτό ἡ ἁγιοεμπειρία τῆς Ἐκκλησίας τό πρόβλημα τῆς ἀρρώστιας τό ἀντιμετωπίζει ὂχι ἀποσπασματικά, ἀλλά κυρίως, βιώνει τή λύση του, μέσα στά ἰαματικά πλαίσια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, διακηρύσσοντας ὃτι ἡ ὑπέρβαση τῆς ἀνθρώπινης ἀσθένειας γίνεται μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἒτσι τό πρόβλημα τῆς ἀσθένειας δέν τό βλέπει ἡ Ἐκκλησία πρόσκαιρα ἢ τό ἀρνεῖται, ἀλλά τό ὑπερβαίνει μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ χτυπὠντας οὐσιαστικά τή ρίζα του. Ὁ ἐμβολιαζόμενος στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τρεφόμενος μέ Αὐτόν ἀπολαμβάνει τήν ὑγεία τῆς ἀνακαινισμένης φύσεώς του, ζῆ τόν Χριστό ὡς τόν οὐσιαστικό ἰατρό τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός ἒχει ἀνακαινίσει καί ἐξυγιάνει τήν ψυχοσωματική του ὓπαρξη, ἒχει βρεῖ ὁ ἂνθρωπος τό πλήρωμά του στόν Χριστό. Αὐτός εἶναι γιά τήν Ἐκκλησία ὁ ὑγιής, καί ὂχι ἐκεῖνος πού δέν εἶναι σωματικά ἂρρωστος. Πλοῦτος γιά τόν ἂνθρωπο δέν εἶναι ἡ σωματική ὑγεία. Θησαυρός ἀκένωτος εἶναι ἡ σωτηρία καί πλήρωμά του ἡ θέωση. Τή θέωση ὃμως καί τόν ἁγιασμό μπορεῖ νά τά πετύχη κανείς εἲτε ὑγιής, εἲτε ἀσθενής στό σῶμα, ἀναλόγως βεβαίως πῶς χειρίζεται αὐτές τίς καταστάσεις πρός ψυχικό του ὄφελος.
Καί ἒληξε τό κήρυγμά του ὁ Σεβασμιώτατος λέγοντας: «Πολλοί ἀπ΄ αὐτούς πού θεωροῦνται “ὑγιεῖς” ἐνέπλεξαν ἂνθρωπο καί κόσμο στά πλοκάμια τῆς ἀσθενείας τους καί τούς φτώχυναν, ὂντας ὁ μόνιμος πυρετός τους. Ἀντιθέτως, πολλοί πού ὁ κόσμος τούς λυπᾶται γιά τίς δυσβάστακτες ἀσθένειές τους συνιστοῦν τή δροσιά καί ὑποστασιάζουν τήν ὑγεία τοῦ κόσμου, ὂντας συνάμα ἀνάψυξη καί καταφύγιο γιά κάποιους “ὑγιεῖς νόες” πού πάσχουν ἀνιάτως. Ὁ Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος αὐτά προφανῶς εἶχε ὑπόψη του σάν ἒγραφε: “Οὒτε νά θαυμάζουμε κάθε ὑγεία, οὒτε νά περιφρονοῦμε τήν ἀρρώστια…Ἀλλά ἂς γνωρίζουμε νά περιφρονοῦμε τήν ὑγεία πού δέν συνοδεύεται ἀπό σύνεση, καί ἡ ὁποία παράγει ἁμαρτία, καί νά ἐκτιμοῦμε τήν παιδαγωγική ἀρρώστια, σεβόμενοι ἐκείνους πού βγῆκαν νικητές μέσα ἀπό τόν πόνο”! Τί τά θές, “ὃπως τό κερί ἂν δέν ζεσταθῆ καί μαλαχθῆ πολύ, δέν μπορεῖ νά δεχθῆ τή σφραγίδα πού βάζουμε πάνω του, ἒτσι κι ὁ ἂνθρωπος ἂν δέν δοκιμαστῆ μέ κόπους καί ἀσθένειες, δέν μπορεῖ νά λάβη τή σφραγίδα τῆς ἀρετῆς τοῦ Θεοῦ” !( Ἃγιος Διάδοχος Φωτικῆς). Νά γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν ἐξαγιάζει τήν ἀσθένεια, οὒτε φυσικά τήν ἐπιδιώκει. Μά ποτέ δέν θεωρεῖ ὃτι ἡ σωματική ὑγεία εἶναι τό ἃπαν γιά τόν ἂνθρωπο. Καί τίς δύο αὐτές καταστάσεις, ἀναλόγως τό ποῦ καί πῶς πνευματικῶς ὁ ἂνθρωπος πορεύεται, τίς ἀξιολογεῖ μέ “φιλόσοφον γνώμην”, δηλαδή παιδαγωγικῶς, μέ σκοπό τή σωτηρία του καί τήν ὑπέρβαση τοῦ ὑπαρξιακοῦ θανάτου πού τόν ἀλλοτριώνει ὡς πρόσωπο!»
{flickrset}72157704236905094|573|430|142275543@N05|Y{/flickrset}