Τήν ἔλευση τοῦ νέου ἔτους, ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν Περιτομή τοῦ Κυρίου καί τή μνήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας καί Καππαδοκίας τοῦ Οὐρανοφάντορος, γιόρτασε ἡ κωμόπολη τῆς Μεγάλης Παναγίας μέ πολλή λαμπρότητα. Ἄλλωστε ὁ Ἱερός Ναός τοῦ Ἁγίου Βασιλείου πού εὑρίσκεται στήν καρδιά τῆς Κωμοπόλεως ἀποτελεῖ καί τό σημεῖο ἀναφορᾶς καί τό σέμνωμα τοῦ ντόπιου πληθυσμοῦ.
Στολισμένη λοιπόν ἡ Ἐνορία αὐτή μέ τά καλά της ὑποδέχθηκε τόν νέο χρόνο, ἐκκινώντας ἀπό τήν Εὐχαριστιακή Σύναξη καί τήν ἐπίσημη Δοξολογία πρός τόν Κύριο πού ἐπέτρεψε νά ζήσουμε μέχρι σήμερα καί γενναιόδωρα μᾶς χαρίζει τόν χρόνο γιά ν’ ἀπολαύσουμε τή χαρά Του καί νά μετάσχουμε ἐπάξια στή Βασιλεία Του.
Ἐκεῖ, λοιπόν, εὑρέθη καί ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ, ὁ ὁποῖος χοροστάτησε στόν Ὄρθρο καί προέστη στήν πανηγυρική ἐπακολουθήσασα Θεία Λειτουργία, πού κατά τό τυπικό τῆς ἡμέρας εἶναι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Πατρός καί Διδασκάλου τῆς Μιᾶς, Ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας μας, πλαισιούμενος ἀπό τούς Πανοσιολογιωτάτους Ἀρχιμανδρίτες π. Χριστόδουλο Στυλιανό καί π. Νικόδημο Δράκο, τόν Αἰδεσιμώτατο π. Πέτρο Ἀσβεστόπουλο καί τόν Διάκονο π. Γεώργιο Τριακκαλιώτη. Ὁ περικαλλής Ἱερός Ναός ἔλαμπε ντυμένος κυριολεκτικά μέ ἐλατόκλαρα καί λουλούδια, πού ἀπέδιδαν τό κλῖμα τοῦ ἁγίου Δωδεκαημέρου, ὑποδεχόμενος τόν Λαό τοῦ Θεοῦ πού ἐτίμησε μέ τήν ὁμόθυμο προσέλευσή του τόν προστάτη του. Ἐπικεφαλῆς τοῦ Ἐκκλησιάσματος ὁ Δήμαρχος Ἀριστοτέλη κ. Χρῆστος Πάχτας, ὁ Ἀντιδήμαρχος κ. Γεώργιος Καραβασιλικός, ἡ Πρόεδρος τοῦ Τοπικοῦ Συμβουλίου κ. Μαργαρίτα Ὑψηλάντη, Δημοτικοί Σύμβουλοι καί ἄλλοι τοπικοί παράγοντες.
Στό κήρυγμά του ὁ Σεβασμιώτατος μίλησε γιά τόν Ἅγιο Βασίλειο ὡς Πατέρα καί Διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας, πού μάλιστα ἡ Ἰδία τοῦ ἐχάρισε τόν τίτλο τοῦ Μεγάλου καί ὄχι ἀδίκως ἤ χαριστικῶς. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρετήρησε ὁ Μητροπολίτης μας, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν ἁγίων Πατέρων, εἶναι ἁγιοπατερική ἡ Ὀρθοδοξία, εἶναι αὐτή πού ὡς μεγάλους διδασκάλους ἀποδέχεται τούς Πατέρες. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, λόγῳ τῆς κοινωνίας τους μέ τόν Θεό, ἀπέκτησαν τή θεογνωσία καί τήν ὁμολόγησαν στήν Ἐκκλησία σέ συνοδικές ἀποφάσεις καί θεόπνευστα συγγράμματα. Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔφθασαν στόν φωτισμό καί τή θέωση, ἐκεῖνοι πού χάρισαν κύρος στίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί ἀπετέλεσαν τήν πνευματική τους ὑποδομή, γι’ αὐτό δικαίως ἀποκαλοῦνται ἀπλανεῖς καί Θεόπνευστοι ἐκκλησιαστικοί διδάσκαλοι καί θεολόγοι.
Τοῦτο τό κατόρθωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, παρετήρησε ὁ Δεσπότης μας, συνυφαίνοντας στή ζωή τους τή θεωρία καί τήν πράξη: βίωσαν στήν πράξη τόν Θεό, γι’ αὐτό καί μποροῦν νά μιλοῦν γιά τόν Θεό. Ἔφθασαν στή «θεωρία» τοῦ Θεοῦ, γιατί στήν πράξη ἔζησαν ἀκέραια τό θέλημά Του. Τό ἁρμονικό συνταίριασμα πράξεως καί θεωρίας εἶναι ὁ ἁγιοπατερικός δρόμος, κάτι πού ἡ Ἐκκλησία μας τό ζῆ ὡς θεόσδοτο θησαυρό καί πολύτιμη παρακαταθήκη.
Τοῦτο σημαίνει, πρόσθεσε ὁ ὁμιλητής, ὅτι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου αὐτοί πού δίδασκαν καί ἔγραφαν θεολογία ἦταν ὅσοι διέθεταν τήν πνευματική ἐμπειρία καί θεωρία, ὅσοι ‟γεύονταν” τή ‟μυστική” ἁγιοπνευματική ζωή πού δέν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπό τή δοξολογική-εὐχαριστιακή ἀφομοίωση καί συνειδητοποίηση τῆς ἁγιοτριαδικῆς ζωῆς, μέ τήν ἔννοια τῆς νήψεως, τῆς ἀφυπνίσεως καί ἐγρηγόρσεως ὁλοκλήρου τοῦ εἶναι. Στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς ἡ πίστη καί ἡ Θεολογία περνοῦν ἀπ’ τόν δρόμο τῆς ἀσκήσεως, τῆς ‟καινῆς” ζωῆς τῆς στολισμένης μέ νέο ἦθος καί νέο νόημα, τῆς ποτισμένης καί αἰχμαλωτισμένης «εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. ι΄, 5).
Καί κατέληξε ὁ Σεβασμιώτατος: «Πολλοί σήμερα διερωτῶνται, γιατί τά λόγια τοῦ Θεοῦ δέν γίνονται εἰσακουστά ἀπ’ τόν μέσο ἄνθρωπο, ἄν καί κηρύσσωνται ἀπό πολλούς καί σχεδόν παντοῦ. Τήν ἀπάντηση δίνουν θαυμάσια οἱ ἅγιοι Πατέρες. ‟Οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ”, γράφει ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ‟ὅταν προφέρωνται μόνο ὡς γυμνά λόγια, δέν ἀκούονται, γιατί δέν ἔχουν ὡς ἦχο τήν πράξη αὐτῶν πού τούς λένε. Ἄν ὅμως λέγωνται μέ τή φωνή τῆς πράξεως τῶν ἐντολῶν, τότε κάνουν καί τούς δαίμονες νά λιώνουν μέ τή φωνή αὐτή καί τούς ἀνθρώπους νά οἰκοδομοῦν πρόθυμα τόν θεῖο ναό τῆς καρδιᾶς μέ τήν προκοπή στά ἔργα τῆς δικαιοσύνης”. Κι ὁ ὅσιος Ἠλίας ὁ Ἔκδικος προσθέτει: ‟Ἡ δύναμη τῆς θεωρίας πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη μέ τή δύναμη τῆς πρακτικῆς, γιά νά μή συμβῆ ὅ,τι σέ πλοῖο πού ἔχει δυσανάλογα πανιά καί ἤ κινδυνεύει ἀπ’ τή σφοδρότητα τοῦ ἀέρα λόγῳ τοῦ ὑπερβολικοῦ μεγέθους τῶν πανιῶν, ἤ πάθει ζημιά ἀπ’ τούς ἀνέμους λόγῳ τῆς μικρότητός τους σέ σχέση μέ τό σκάφος”! Μ’ ἄλλα λόγια, χωρίς ἁγιότητα ζωῆς, δηλαδή τήν ὀρθοπραξία, δέν φτάνει κανείς στή θεολογία, δηλαδή τήν ὀρθοδοξία καί ἀντιστρόφως. Οἱ Πατέρες πρίν μεταδόσουν κάτι ἤ διδάξουν κάτι, ζητοῦσαν γι’ αὐτό τήν ‟πληροφορία” τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μετέπειτα τό φανέρωναν στούς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία τούς βιώνει ὡς ἀπλανεῖς καί θεόπνευστους διδασκάλους, γιατί ἔμαθε ἐμπειρικά ὅτι εἶναι ἐπικίνδυνο νά διδάσκη κανείς ἄν δέν ἔχη φθάσει στά κατάλληλα μέτρα διά τοῦ πρακτικοῦ βίου!»
Μετά τήν Θεία Λειτουργία ἐτελέσθη ἡ ἐπίσημη Δοξολογία γιά τήν εὐλογία τοῦ νέου Χρόνου ἀπό τόν Κύριο καί κατόπιν ἐκόπη ἡ ἁγιοβασιλιάτικη πίτα στήν αἴθουσα τοῦ ΚΑΠΗ Μεγάλης Παναγίας.
Εὐχόμεθα διά τῶν πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Βασιλείου ὁ Χριστός μας τόν νέο χρόνο νά τόν πλουτίση μέ τίς χάριτές Του καί τόν εὐλογημένο Λαό μας νά στηρίξη στή δύσκολη τούτη συγκυρία.
[widgetkit id=67]