Τή Δευτέρα, 18η Ἰανουαρίου τ.ἒ., πού ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ καί γεραίρει τούς δύο Μεγάλους Πατέρες καί Διδασκάλους της Ἁγίους Ἀθανάσιο τόν Μέγα καί Κύριλλο Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ πλαισιούμενος ἀπό τόν Παν. Ἀρχιμ. π. Νήφωνα Καζάνα καί τούς Διακόνους του π. Θεόκλητο Παρδάλη καί π. Ἀμφιλόχιο Χάϊτα, ἐπεσκέφθη τό χιονισμένο Παλαιόκαστρο πού ντυμένο στά κατάλευκα ὑπό πολικές θερμοκρασίες γιόρτασε τόν Πολιοῦχο του Ἀθανάσιο τόν Μέγα. Τόν Σεβασμιώτατο καί τήν ἀκολουθία του ὑπεδέχθησαν ὁ Ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ Αἰδ. π. Δημήτριος Δημητρίου καί ἐκ μέρους τοῦ Λαοῦ ὁ Πρὀεδρος τῆς Τοπικῆς Κοινότητος κ. Στέλιος Κωστάρας. Ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ, λόγῳ τοῦ ψύχους καί τῶν μέτρων τῆς Πολιτείας πρός ἀποφυγή διαδόσεως τοῦ κορωναϊοῦ, ἦταν λιγοστός καί ὂχι πάνω ἀπό πενήντα ἂτομα, γιά νά μήν ὑπάρχη συνωστισμός.
Στήν ὁμιλία του ὁ Σεβασμιώτατος παρουσίασε τόν βίο καί τήν προσφορά στή Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας τῶν δύο ἀπλανῶν Διδασκάλων Της πού σφράγισαν τήν πίστη στόν Τριαδικό Θεό καί κυρίως κατωχύρωσαν ἁγιοπνευματικῶς τή θεότητα καί ἀνθρωπότητα τοῦ Δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ πολύς Ἀθανάσιος ( 295-393 μ.Χ. ) ἀπό Διάκονος ἀκόμη, μέτοχος τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.), ὑπερασπίστηκε τό ὁμοούσιο τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί κατετρόπωσε θεολογικά τόν Ἂρειο, μεγάλο αἱρεσιάρχη ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια, ὁ ὁποῖος κήρυττε ὃτι ὁ σαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός μας, εἶναι τό τελειότερο κτῖσμα τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἂρα κατά πάντα ἂνθρωπος -ἒστω καί τέλειος- καί ὡς ἐκ τούτου μή δυνάμενος νά προσφέρη στόν ἂνθρωπο τήν πολυπόθητη σωτηρία. Στήν παρατήρηση τῶν Ἀρειανῶν ὃτι ὀ ὃρος ΟΜΟΟΥΣΙΟΣ πού χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν Ἀθανάσιο γιά νά δηλώση τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ μας, εἶναι ΑΓΡΑΦΟΣ, δηλαδή, δέν ἐμπεριέχεται στήν Ἁγία Γραφή, ὁ θεοφόρος πατήρ ἀπάντησε προβάλλοντας τόν “κοινόν τῆς Ἐκκλησίας νοῦν”, δηλαδή, τή μία Παράδοση καί Πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὃτι ὁ Χριστός μας εἶναι ὁ τέλειος Θεός πού ἐνανθρώπησε γιά νά θεώση τόν ἂνθρωπο. Σαφῶς ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὡς ἁγιοπνευματικό τόκο, ὡς δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐδέχθη τό Ὁμοούσιον καί γιά τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τονίζοντας ὃτι τό “πλέον καί πλεῖον” τῆς Θεολογίας τοῦ δόθηκε ὡς δῶρον καί χάρισμα, δηλαδή ὡς φανέρωση καί ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν φίλο του, ὡς ἒκτακτη δωρεά τήν ὣρα πού ἡ Ἐκκλησία ἐβάλλετο ἀπό τήν αἳρεση! Ὁ ὃρος ὁμοούσιος δηλώνει κατηγορηματικά τή Θεότητα καί τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἀγίας Τριάδος, τή μία οὐσία καί φύση τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού ἀποκαλύπτεται ἐν τρισίν προσώποις: Πατέρα, Υἱόν καί Ἃγιον Πνεῦμα. Ἒζησε ἀσκητικώτατα τόν Θεό, ὑπῆρξε “στύλος τῆς Ἐκκλησίας” καί ὁ κατεξοχήν “Πατήρ τῆς Ὀρθοδοξίας”, γνώρισε τόν Θεό καί μίλησε γιά τόν Θεό ὃπως τοῦ ἐδόθη ἀπό Ἐκεῖνον. Κατά τά 45 χρόνια τῆς Ἀρχιερατείας του πότισε μέ νάματα ἁγιοπνευματικά τήν Ἐκκλησία καί ἀγωνίστηκε ἂκαμπτος γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, γιά τή μή νόθευση τῆς Πίστεώς μας!
Ὁ Ἃγιος Κύριλλος (375-444 μ.Χ.), ἒλαβε μέρος στήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῶν 260 Θεοφόρων Πατέρων στήν Ἒφεσσο (431 μ.Χ.), ἀποδυναμώνοντας τελείως τήν αἳρεση τοῦ Νεστορίου, ὁ ὁποῖος ἀποκαλοῦσε τή Θεοτόκο Χριστοτόκο, ἀποχωρίζοντας ἒτσι τίς δυό φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Τά θεολογικά του συγγράμματα κατωχύρωσαν τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ μας καί κυρίως οἱ Κατηχήσεις του σηματοδοτοῦν μέχρι καί σήμερα τή μία τῆς Ἐκκλησίας Παράδοση περί τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων ὡς κρουνῶν, ὡς κεφαλόβρυσων, πού προχέουν τίς οὐράνιες δωρεές καί χάριτες τοῦ Παρακλήτου στόν κόσμο.
Τέλος, ὁ Σεβασμιώτατος, μέ ἀφορμή τή μνήμη τῶν δύο αὐτῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, χαρακτήρισε τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ὂχι ὡς γένημα κάποιου γραφείου ἢ ἀνακάλυψη οἱουδήποτε εὐφυοῦς ἐγκεφάλου ἢ νοός, ἀλλά ὡς “τόκο”, ὡς δώρημα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ στιγμές πού ἡ Ἐκκλησία εὑρέθη ἐν κινδύνῳ καί μάλιστα ἀπό τά στόματα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι οἱ Ἃγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας!
{flickrset}72157717951043346|570|440|155253811@N05|Y{/flickrset}