Τί εἶναι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη; (α)
Η ΒΙΒΛΙΚΗ ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
π. Δημητρίου Μπόκου
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, εἶναι τὸ πρῶτο μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς (τὸ ἄλλο εἶναι ἡ Καινὴ Διαθήκη). Ἀρχίζει μὲ «τὴν Μωσέως κοσμογένεσιν». Ὁ προφήτης Μωυσῆς, συγγραφέας τῶν πέντε πρώτων βιβλίων της (τῆς Πεντατεύχου, ὅπως λέγεται), περιγράφει τὴν ἁγιογραφικὴ κοσμογονία. Ἐξιστορεῖ ὅτι ὁ κόσμος ὅλος ἦλθε στὴν ὕπαρξη ἐκ τοῦ μηδενὸς μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκφράσθηκε διὰ τοῦ παντοδυνάμου του λόγου: «Αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἔδωσε ἐντολὴ καὶ ἐκτίσθησαν». Οἱ ἀναφορὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας στὸ κοσμογονικὸ γεγονὸς εἶναι πάμπολλες. «Κατ’ ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοὶ» (Ψαλμ. 101, 26). «Ὁ κατ’ ἀρχὰς τοὺς οὐρανούς, παντοδυνάμῳ σου Λόγῳ στερεώσας, Κύριε Σωτήρ…». «Ὁ στερεώσας κατ’ ἀρχὰς τοὺς οὐρανοὺς ἐν συνέσει» κ.λ.π.
Δύο ἀπολύτως σημαντικὰ στοιχεῖα προκύπτουν ἀμέσως ἀπὸ τὴ διήγηση γιὰ τὴν ἀρχέγονη προέλευση τοῦ κόσμου. Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἄναρχος.Ἔχει χρονικὴ ἀρχή. Δὲν προϋπῆρχε προαιωνίως. Προῆλθε ἀπὸ τὸ μηδέν. Ὑπῆρχε ἐποχὴ ποὺ ἦταν ἀνύπαρκτος. Ὁ μόνος ἄναρχος εἶναι ὁ Θεὸς στὴν τριαδική του μορφή, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτός, μὲ τρόπο ἀκατάληπτο σὲ μᾶς, προϋπάρχει ἀπὸ πάντοτε. Δὲν ὑπῆρξε στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς δὲν ὑπῆρχε. Εἶναι ὁ Ὢν,αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομά του ποὺ μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε ἐμεῖς, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος στὸν Μωυσῆ. Αὐτὸς ποὺ πραγματικὰ καὶ πάντοτε ὑπάρχει (στὰ ἑβραϊκά: Γιαχβέ). «Ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος».
Τὸ δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δὲν προέκυψε ἀπὸ μόνος του. Δὲν ἦρθε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη μὲ δική του δύναμη, βούληση καὶ ἐνέργεια. Δὲν εἶναι δηλαδὴ αὐθύπαρκτος. Ἡ αἰτία τῆς γένεσής του βρίσκεται ἔξω ἀπὸ αὐτόν. Προῆλθε ἀπὸ τὸ δημιουργικὸ πρόσταγμα, ἀπὸ συγκεκριμένη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.Ἐπειδὴ μόνο ὁ Θεὸς εἶναι αὐθύπαρκτος, πηγὴ ζωῆς καὶ ἔχει, συνεπῶς, τὴ δυνατότητα, ὅποτε θελήσει, νὰ παρέχει τὸ εἶναι καὶ σὲ ἄλλα ὄντα.
Ἡ δημιουργία λοιπὸν εἶναι καρπὸς τῆς ἐλεύθερης βούλησης καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν ἔκαμε τὸν κόσμο πιεζόμενος ἀπὸ κάποια δύναμη ἔξω καὶ πάνω ἀπὸ τὴ θέλησή του, οὔτε αἰσθανόμενος κάποια ἔλλειψη (μοναξιὰ) ἀπὸ τὴν ἀπουσία του. Ἦταν πλήρης ἐν ἑαυτῷ, ἔχοντας τέλεια ἐνδοτριαδικὴ ἀγαπητικὴ κοινωνία, περιχώρηση ἀγάπης τῶν τριῶν θεϊκῶν προσώπων μεταξύ τους.
Ἡ θεία οὐσία δηλαδὴ ἔχει ὡς φυσική της ἐνέργεια τὴν ἀγάπη. Μὲ αὐτὴν κινεῖται πρὸς τὰ ἔξω, ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ ἄλλα ὄντα ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Εἶναι μιὰ κίνηση ἐντελῶς φυσική, χωρὶς νὰ ὑπαγορεύεται ἀπὸ καμμιὰ ἐξωτερικὴ δύναμη. Μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε λίγο αὐτό, ἂν πάρουμε γιὰ παράδειγμα τὸν ἥλιο. Ὁ ἥλιος ἔχει τὴν οὐσία του καὶ ἀπὸ αὐτὴν παράγεται ἐνέργεια. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ οὐσία τοῦ ἥλιου νὰ ὑπάρχει χωρὶς τὴν ἐνέργειά της, ἀλλὰ εἶναι ἀπολύτως φυσικό της ἰδίωμα νὰ θερμαίνει καὶ νὰ φωτίζει.
Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ θεία φύση ἔχει ὡς ἐνέργεια τὴν ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ καὶ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί». Ἀπὸ τὴ θεϊκὴ οὐσία πηγάζει μὲ ἐντελῶς φυσικὸ τρόπο ἡ θεία ἀγάπη, μιὰ ἀνέκφραστη ἐρωτικὴ φορά, μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἕλκει τὰ πάντα πρὸς τὸν ἑαυτό του, ὥστε νὰ γίνουν ὅλα μιὰ ἑνότητα, ἕνα σῶμα. Παρήγαγε τὸν κόσμο μὲ τὴ θέλησή του, κινούμενος μόνο ἀπὸ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη του. Σκοπός του ἦταν νὰ δώσει τὴ δυνατότητα καὶ σὲ ἄλλα ὄντα νὰ μετάσχουν στὴν ἀνέκφραστη ποιότητα τῆς δικῆς του ζωῆς. Νὰ γίνουν μέλη του, κομμάτι του, «μοίρα» του.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 407, Ἰούνιος 2017)
Τί εἶναι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη; (β)
Η ΘΕΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
π. Δημητρίου Μπόκου
Μέσα στὸν κόσμο ὁ Θεός, κατὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τοποθέτησε τὸν «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσίν» του δημιουργηθέντα ἄνθρωπο, μὲ σκοπὸ νὰ ἄρχει, νὰ εἶναι βασιλεὺς καὶ κύριος ὅλων τῶν ἄλλων κτιστῶν πλασμάτων. «Κατ’ εἰκόνα σὴν καὶ ὁμοίωσιν πλαστουργήσας κατ’ ἀρχὰς τὸν ἄνθρωπον, ἐν Παραδείσῳ τέθεικας κατάρχειν σου τῶν κτισμάτων». Ὁ Θεὸς ὑποσχέθηκε «ἀθανασίαν ζωῆς καὶ ἀπόλαυσιν αἰωνίων ἀγαθῶν», ἂν ὁ ἄνθρωπος τηροῦσε τὶς ἐντολές του. Προκόπτοντας στὸ ἀγαθὸ καὶ ὁμοιούμενος πρὸς τὸν Δημιουργό του ὁ ἄνθρωπος, θὰ ὁδηγοῦσε ταυτόχρονα καὶ τὴν ὑπόλοιπη κτίση στὸν προορισμό της.
Ἀντὶ νὰ φτάσει ὅμως ὁ ἄνθρωπος στὴ θέωση, πραγματοποιώντας τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» μὲ τὴ δύναμη τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ποὺ ἔβαλε ἐντός του ὁ Θεός, ἐξέπεσε ἀπὸ τὸν ἀρχικό του σκοπό. Ἀποδέχθηκε ὡς ἀλήθεια τὴν ἀπάτη τοῦ ὄφεως-διαβόλου, ἀθέτησε τὴν ἐντολὴ τοῦ Κτίστου του καὶ ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο «εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθη». Ἔτσι, «διὰ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος». Μὲ τὴν πτώση του ὁ ἄνθρωπος συμπαρέσυρε στὴ φθορὰ καὶ τὴν κτίση ὁλόκληρη, ποὺ «συστενάζει καὶ συνωδίνει» πλέον μαζί του περιμένοντας τὴ μέλλουσα ἀποκατάστασή της (Ρωμ. 8, 19-22).
Ἔτσι, μετὰ τὴν περιγραφὴ τῆς κοσμογένεσης (βλ. ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 407, Ἰούν. 2017), ἡ Παλαιὰ Διαθήκη παρουσιάζει τὶς ἐνέργειες καὶ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν παλινόρθωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, καθόσον δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ξεχάσει ὁ Θεὸς «τὸ ἔργον τῶν χειρῶν» του. Τὸ σχέδιο αὐτὸ ὀνομάζεται Θεία Οἰκονομία.Περιλαμβάνει ὅλα ὅσα ἔκαμε ὁ Θεὸς «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου στὸ «ἀρχαῖον κάλλος», στὴν προοπτικὴ τῆς ζωῆς, μὲ τὴν κατάργηση τοῦ ἔσχατου ἐχθροῦ, τοῦ θανάτου. «Οὐ γὰρ ἀπεστράφης τὸ πλάσμα σου εἰς τέλος ὃ ἐποίησας, ἀγαθέ, οὐδὲ ἐπελάθου ἔργου χειρῶν σου, ἀλλ’ ἐπεσκέψω πολυτρόπως διὰ σπλάγχνα ἐλέους σου», ἀναφωνεῖ ὁ ἅγιος Βασίλειος.
Τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας ἔχει σὰν κεντρικὸ ἄξονα τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ,τοῦ Χριστοῦ. Τὸ προαναγγέλλει συνεσκιασμένα ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἔξωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Παράδεισο, κινούμενος ἀπὸ τὴν ἄμετρη εὐσπλαχνία του, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει χωρὶς ἐλπίδα τὸ ἀγαπημένο του πλάσμα. Ἐν συνεχείᾳ, τὸ φανερώνει διὰ μέσου τῶν γενεῶν ὅλο καὶ πιὸ καθαρά, φροντίζει ἐπιμελῶς γιὰ τὴ σταδιακή του ὑλοποίηση μέσα στὸ ἀνθρώπινο ἱστορικὸ γίγνεσθαι καὶ προετοιμάζει τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἀποδοχή του. Ὁ Θεὸς ὁδηγεῖ τὰ πράγματα πρὸς τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου γιὰ νὰ κλίνει τοὺς οὐρανούς, νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο του καὶ νὰ ἔλθει στὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο τοῦ ἀνθρώπου.
Ἔτσι λοιπόν, ἐνῶ οἱ πάντες ἔχουν ἐκκλίνει ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ ἐξαχρειωθεῖ ὡς πρὸς τὰ ἤθη τους, ὁ Θεὸς διαλέγει ἕναν ἄνθρωπο πιστό, τὸν Ἀβραάμ. Τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τὴ χώρα του καὶ ἀπὸ τὴ συγγένειά του γιὰ νὰ τὸν κάνει «πατέρα πλήθους ἐθνῶν». Τοῦ ὑπόσχεται ὅτι θὰ πληθύνει τὸ σπέρμα του «ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης». Καὶ ὅτι θὰ εὐλογηθοῦν «ἐν τῷ σπέρματί» του, δηλαδὴ ἀπὸ κάποιον ἐξαιρετικὸ ἀπόγονό του, τὸν Χριστό,«πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς» (Γεν. 22, 17-18).
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 408, Ἰούλιος 2017)
Τί εἶναι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη; (γ)
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
π. Δημητρίου Μπόκου
Δείχνοντας πίστη στὸν Θεὸ ποὺ τὸν κάλεσε, ὁ Ἀβραὰμ ἀποβαίνει γενάρχης, μέσῳ τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακὼβ καὶ τῶν λοιπῶν πατριαρχῶν, ἑνὸς ὁλόκληρου λαοῦ, ποὺ θὰ εἶναι στὸ ἑξῆς ὁ ἐκλεκτὸς Ἰσραήλ, ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ (βλ. ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 408, Ἰούλ. 2017). Ἀπὸ αὐτὸν θὰ γεννηθεῖ κατὰ σάρκα, ὡς ἄνθρωπος, ὁ Χριστός. Ὁ Θεὸς συνάπτει Διαθήκη μὲ τὸν λαὸ αὐτόν, τὸν ἀναλαμβάνει μὲ ρητὴ συμφωνία ὑπὸ τὴν προστασία του, γιὰ νὰ τὸν διαφυλάξει στὴν ὀρθὴ πίστη μέχρι νὰ ἔλθει ἡ εὐλογημένη ὅλων τῶν γενεῶν, αὐτὴ ποὺ ἀνατέλλει σὰν αὐγή καὶ εἶναι ὡραία «ὡς σελήνη, ἐκλεκτὴ ὡς ὁ ἥλιος» (ᾎσμ. ᾈσμ. 6, 10), «ἡ ἀξιωθεῖσα γενέσθαι μήτηρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ».
Ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἐν συνεχείᾳ περιέρχεται σὲ κατάσταση σκληρῆς δουλείας ὑπὸ τοὺς Αἰγυπτίους γιὰ τετρακόσια περίπου χρόνια. Ὁ Θεὸς ἀναδεικνύει τὸν μεγάλο προφήτη Μωυσῆ ἀρχηγό τους καὶ τοὺς ἐξάγει ἀπὸ τὴ δουλεία στὴν ἐλευθερία. Διὰ μέσου θαυμαστῶν γεγονότων τοὺς ὁδηγεῖ ἀσφαλῶς καὶ τοὺς ἐγκαθιστᾶ στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, ὅπως εἶχε ὑποσχεθεῖ στὸν Ἀβραάμ. Στὸ ὄρος Σινᾶ λαμβάνουν τὶς πλάκες τῆς Διαθήκης μὲ τὶς δέκα ἐντολές, τὸν θεϊκὸ νόμο πάνω στὸν ὁποῖο θὰ διαμορφωνόταν στὸ ἑξῆς ἡ ὅλη πνευματική, πολιτικὴ καὶ κοινωνική τους ζωή.
Ἡ σχέση τοῦ λαοῦ αὐτοῦ μὲ τὸν Θεὸ περνάει ἀπὸ ποικίλες διακυμάνσεις. Ἄλλοτε ὑπακούει, ἄλλοτε ἀπειθεῖ. Ὁ Θεὸς πασχίζει μὲ κάθε τρόπο νὰ διαφυλάξει μέσα στὴ θάλασσα τῆς εἰδωλολατρείας μιὰ ἀνθρώπινη μαγιὰ ποὺ θὰ παραμείνει πιστὴ στὸ ὄνομά του καὶ στὸν νόμο του, γιὰ νὰ ἀποτελέσει τὴν εὐλογημένη ἁλυσίδα τῶν ἁγίων Θεοπατόρων, «ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα». Τὴν ἄγρυπνη αὐτὴ μέριμνα τοῦ Θεοῦ ἐξυμνεῖ ὁ ἅγιος Βασίλειος στὴ Θεία Λειτουργία του: «Προφήτας ἐξαπέστειλας· ἐποίησας δυνάμεις διὰ τῶν ἁγίων σου, τῶν καθ’ ἑκάστην γενεὰν εὐαρεστησάντων σοι· ἐλάλησας ἡμῖν διὰ στόματος τῶν δούλων σου τῶν προφητῶν, προκαταγγέλλων ἡμῖν τὴν μέλλουσαν ἔσεσθαι σωτηρίαν· νόμον ἔδωκας εἰς βοήθειαν· ἀγγέλους ἐπέστησας φύλακας».
Μετὰ τὸν προφήτη Μωυσῆ ὁ Θεός, μὲ μιὰ ἀτέλειωτη σειρὰ ἁγίων καὶ δικαίων, ὑπομιμνήσκει συνεχῶς τὰ ὅρια, μέσα στὰ ὁποῖα ὀφείλει νὰ κινηθεῖ ὁ ἐκλεκτὸς λαός του, γιὰ νὰ διαφυλάξει ἀλώβητη τὴν πίστη τῶν πατέρων του. Ἐπιστρατεύονται γι’ αὐτὸ κριτὲς (Γεδεών, Σαμψών, Ἰεφθάε κ.λ.π.), βασιλεῖς (Δαυΐδ, Σολομών, Ἐζεκίας κ.λ.π.), προφῆτες (Σαμουήλ, Ἠλίας, Ἐλισαῖος, Ἡσαΐας, Ἱερεμίας, Δανιήλ, Ἰεζεκιὴλ κ.λ.π.). Ἀκόμα καὶ ἄνθρωποι ποὺ δὲν εἶναι κατὰ πάντα ἄμεμπτοι, ὑπηρετοῦν τὴ θεία βουλή. «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, ὁ ποιῶν ἀεὶ μεθ’ ἡμῶν», ἐργάζεται μὲ ὅλους αὐτοὺς καὶ μὲ κάθε τρόπο ἀδιαλείπτως γιὰ νὰ φέρει εἰς πέρας τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ «βασιλείου πλάσματος», τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅλα αὐτά, ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες, ἄλλοτε σκιωδῶς μὲ ὑπαινιγμούς, καὶ ἄλλοτε φανερά, προκαταγγέλλουν τὸν μέλλοντα νὰ ἔλθει Λυτρωτὴ καὶ Μεσσίακαὶ περιγράφουν τὰ ὅσα μέλλουν νὰ διαδραματισθοῦν κατὰ τὴν ἔλευσή του. Χωρὶς αὐτὸν τὸν κεντρικὸ ἐσωτερικὸ νοηματικὸ προσανατολισμὸ τὰ κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γραμμένα ἀπὸ πολλοὺς συγγραφεῖς σὲ μῆκος χρόνου δέκα πέντε σχεδὸν αἰώνων, θὰ ἦταν ἀσύνδετα καὶ ἀκατανόητα.
«Ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» εἶναι τὸ μυστικὸ κλειδὶ τῆς ἑρμηνείας τους. Ὁ Χριστὸςεἶναι «τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν». Στὸ πρόσωπό του ἐκπληρώνονται ὅσα ἀπὸ τῶν αἰώνων προφητεύθηκαν γι’ αὐτόν. Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πολιτεύεται ἐπὶ γῆς ὄχι εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχε, ἀλλὰ «καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ».Ποιεῖ τὰ πάντα «ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί».
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 409, Αὔγ. 2017)
Τί εἶναι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη; (δ)
Η ΙΕΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
π. Δημητρίου Μπόκου
Λένε μερικοί: Τί μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἑβραϊκὴ μυθολογία; Δὲν ἔχουμε δική μας ἱστορία καὶ μυθολογία καὶ μάλιστα πολὺ ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἑβραϊκή;
Ὅλα τὰ γεγονότα τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας, οἱ παρεμβάσεις δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀναδημιουργία καὶ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, πραγματοποιοῦνται ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ.Λαμβάνουν χώρα μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι «τῆς σωτηρίας ἡμῶν ἡ προκήρυξις». Ἐμφανίζει μεθοδικὰ τὴ σταδιακὴ φανέρωση «τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου» τοῦ Θεοῦ. Καταγράφει διαχρονικὰ τὴν ἱερὰ ἱστορία,δηλαδὴ τὴν ἀπ’ ἀρχῆς κόσμουβαθμιαία ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλων τῶν ἐπὶ μέρους ἐνεργειῶν του κατὰ τὴν διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἐξέλιξη τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δηλαδή, χωρὶς νὰ εἶναι βιβλίο ἱστορίας, παραθέτει ὅσα ἱστορικὰ δεδομένα ἀποτελοῦν τὸν περίγυρο τῶν γεγονότων τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἐνδιαφέρεται γιὰ τὶς συγκεκριμένες χρονικὲς στιγμὲς μέσα στὴν πανανθρώπινη ἱστορία, στὶς ὁποῖες ἐγκιβωτίσθηκαν τὰ θεῖα γεγονότα. Εἶναι τεράστιο λάθος νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἡ ἱστορία ἢ ἡ μυθολογία ἑνὸς λαοῦ,ἐν προκειμένῳ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ, καὶ ὅτι δὲν ἐνδιαφέρει συνεπῶς τοὺς ἄλλους λαούς.
Ὄντως ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δὲν εἶναι ἡ λεπτομερὴς ἱστορία ἑνὸς λαοῦ. Σκοπός της εἶναι νὰ προσδιορίζει μόνο τὸ ἀπαραίτητο ἱστορικὸ πλαίσιο (χρόνος, τόπος, πρόσωπα, γεγονότα), ἐντὸς τοῦ ὁποίου κάθε φορὰ λαμβάνουν χώρα οἱ παρεμβάσεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ πλαίσιο δὲν εἶναι παρμένο ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ ἴδιου πάντοτε λαοῦ. Ἐνίοτε ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ καὶ μέσα στὴν ἱστορία ἄλλων λαῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ἀναφέρονται στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ αὐτῶν τῶν λαῶν (Βαβυλωνίων, Περσῶν, Σύρων, Αἰγυπτίων, Ἑλλήνων κ.λ.π.). Τὰ ὑπόλοιπα στοιχεῖα τῆς ἱστορικῆς πορείας τῶν συγκεκριμένων λαῶν (καὶ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ), ποὺ δὲν ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας, εἶναι παντελῶς ἀδιάφορα γιὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν παραβλέπονται ἐντελῶςἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἄλλωστε ἡ τακτικὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀφοῦ παραθέσει τὰ σχετιζόμενα μὲ τὴν ἱερὰ ἱστορία γεγονότα τῆς ζωῆς κάθε ἱστορικοῦ προσώπου (Σαούλ, Δαυΐδ κ.λ.π.), νὰ ἐπαναλαμβάνει στερεότυπα ὅτι ἡ ὑπόλοιπη ἱστορία τους, γιὰ κάποιον ποὺ θὰ ἤθελε νὰ τὴν ἀναδιφήσει, νὰ τὴν ἐρευνήσει λεπτομερέστερα, εἶναι καταχωρημένη σὲ ἄλλα βιβλία ἢ ἐθνικὰ ἀρχεῖα. Π. χ.: «Ἰδού, τὰ ἄλλα ἔργα τοῦ (βασιλέως) Ἀσά, τὰ πρῶτα καὶ τὰ τελευταῖα, εἶναι γραμμένα στὸ “βιβλίο τῶν βασιλέων”τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Ἰσραὴλ» (Β΄ Παραλ. 16, 11) καὶ ὄχι στὴν Ἁγία Γραφὴ (πρβλ. καὶ Βασ. Γ΄ 11, 41· 22, 39· 22, 46 κ.λ.π.).
Τὴν πιὸ χαρακτηριστικὴ ἴσως ἀναφορὰ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἀποτελεῖ ὁ ἐπίλογος τοῦ βιβλίου Α΄ Παραλειπομένων, ὅπου, ἀφοῦ ἀναφερθεῖ ὁ θάνατος τοῦ βασιλέως Δαυΐδ, παραπέμπονται σὲ ἄλλες πηγὲς ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ λεπτομερῆ γεγονότα τῆς βασιλείας του. «Οἱ δὲ λοιποὶ λόγοι τοῦ βασιλέως Δαυΐδ, οἱ πρότεροι καὶ οἱ ὕστεροι, γεγραμμένοι εἰσὶν ἐν λόγοις Σαμουὴλ τοῦ βλέποντος καὶ ἐπὶ λόγων Νάθαν τοῦ προφήτου καὶ ἐπὶ λόγων Γὰδ τοῦ βλέποντος, περὶ πάσης τῆς βασιλείας αὐτοῦ καὶ τῆς δυναστείας αὐτοῦ, καὶ οἱ καιροί, οἳ ἐγένοντο ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ καὶ ἐπὶ πάσας βασιλείας τῆς γῆς» (Α΄ Παραλ. 29, 29-30).
Δηλαδή: «Ὅλα τὰ ἄλλα ἔργα τοῦ βασιλέως Δαυΐδ, προηγούμενα καὶ ἑπόμενα, εἶναι γραμμένα στὸ βιβλίο τοῦ Σαμουὴλ τοῦ προφήτου, στὸ βιβλίο Νάθαν τοῦ προφήτου καὶ στὸ βιβλίο Γὰδ τοῦ προφήτου. Ἐκεῖ εἶναι γραμμένα τὰ πάντα περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Δαυΐδ, περὶ τῶν κατορθωμάτων του, ὅπως ἐπίσης καὶ περὶ τῶν διαφόρων περιστάσεων καὶ συνθηκῶν, ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἔζησε αὐτὸς καὶ ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς καὶ ὅλες οἱ βασιλεῖες τῶν ἄλλων χωρῶν, μὲ τὶς ὁποῖες ἦλθε σὲ κάποια σχέση ὁ Δαυΐδ».
Συμπέρασμα: Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη περιγράφει μόνο τὴν ἱερὰ ἱστορία, δηλαδὴ τὴν πνευματικὴπορεία (καὶ ὄχι τὴν κάθε δραστηριότητα) τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς δημιουργίας του καὶ ἑξῆς. Ἀφορᾶ συνεπῶς ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἔχει πανανθρώπινο χαρακτήρα. Εἶναι ἡ πνευματικὴ προϊστορία ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς.
Δὲν εἶναι ἡ πλήρης ἱστορία τοῦ ἑβραϊκοῦ ἢ κάποιου ἄλλου λαοῦ, ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνα τὰ γεγονότα ἀπὸ τὴν ἱστορία τους ὅπου παρεμβαίνει ὁ Θεὸς κατὰ τὴν προϊοῦσα ἀνάπτυξη τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
Τὰ γεγονότα αὐτὰ ὁδηγοῦν στὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου,προετοιμάζουν δηλαδὴ τὸν κόσμο γιὰ τὸν ἐρχομὸ ἑνὸς παγκόσμιουΛυτρωτῆ καὶ ὄχι κάποιου ἐθνικοῦ ἥρωα-μεσσία-ἀπελευθερωτῆ ποὺ θὰ ἡγηθεῖ τῶν ἐθνικιστικῶν ἐλπίδων καὶ τάσεων ἑνὸς μόνου λαοῦ (Βλ. καὶ ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 409, Αὔγ. 2017).
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 410, Σεπτ. 2017)
Τί εἶναι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη; (ε)
ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΜΙΛΑΕΙ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ;
π. Δημητρίου Μπόκου
«Ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, …ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ…Ἐὰν πιστεύατε στὸν Μωυσῆ, θὰ πιστεύατε καὶ σὲ μένα.Περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν»(Ἰω. 5, 39· 46).
Χωρὶς περιστροφὲς ὁ Χριστὸς ξεκαθαρίζει μιὰ γιὰ πάντα ὅτι οἱ Γραφὲςἔχουν ὡς ἀντικείμενο τὸ πρόσωπό του.Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς ὁμιλεῖ γιὰ Γραφές, ἐννοεῖ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη,ἐφόσον μόνο αὐτὴ ὑπῆρχε τότε. Ὁ Μωυσῆς λοιπὸν καὶ οἱ λοιποὶ προφῆτες δείχνουν σταθερὰ καὶ ἀταλάντευτα πρὸς μιὰ καὶ μόνο κατεύθυνση, πρὸς ἕνα καὶ μοναδικὸ πρόσωπο, πρὸς τὸν προσδοκώμενο Μεσσία, τὸν εὐλογημένο ἐρχόμενο «ἐν ὀνόματι Κυρίου» (βλ. ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 410, Σεπτ. 2017). Στὶς τελευταῖες ὑποθῆκες του πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτες ὁ Μωυσῆς προσανατολίζει τὸ βλέμμα τους πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ θείου αὐτοῦ ἀπεσταλμένου, ἐπισημαίνοντας: «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναδείξει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε» (Δευτ. 18,15).
Τὴν πίστη αὐτὴ καὶ προσδοκία τοῦ Ἰσραήλ ἐκφράζει, ἐπικροτεῖ καὶ ἐπισφραγίζει ἡ Καινὴ Διαθήκη. Ἐπικυρώνει ἔτσι πανηγυρικὰ τὸν προεισαγωγικὸ χαρακτήρα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὅτι δηλαδὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀποκαλύπτει σταδιακὰ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου (Θεία Οἰκονομία),ὁδηγώντας καὶ παιδαγωγώντας τοὺς ἀνθρώπους στὸ νὰ ἀποδεχθοῦν τὸν Χριστό. «Γνωρίζω, λέγει ἡ Σαμαρείτιδα Φωτεινὴ στὸν Χριστό, ὅτι “Μεσσίας ἔρχεται, ὁ λεγόμενος Χριστός. Ὅταν ἔλθῃ Ἐκεῖνος”, θὰ μᾶς εἰπεῖ τὰ πάντα. Τῆς λέγει ὁ Χριστός: “Ἐγώ εἰμι”(ὁ Μεσσίας), ποὺ μιλάω τώρα μαζί σου» (Ἰω. 4, 25-26).
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δηλαδὴ εἶχε ἀποβεῖ γιὰ τὴ Σαμαρείτιδα «παιδαγωγὸς εἰς Χριστὸν»(Γαλ. 3, 24). Καὶ ὁ Χριστὸς ταυτίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Μεσσία ποὺ προαναγγέλλεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη.Ὅλοι οἱ ἱεροὶ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἐπιβεβαιώνουν ρητά, ὅτι στὸ πρόσωπό του ἐκπληρώνονται «πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωυσέως καὶ Προφήταις καὶ Ψαλμοῖς περὶ αὐτοῦ» (Λουκ. 24, 44). Γι’ αὐτὸ ἡ κάθε ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ ἐπισφραγίζεται μὲ φράσεις, ὅπως: «Οὕτω γέγραπται», «ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ», «οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ», «τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ὑπὸ τῶν προφητῶν», κ. λ. π.Καὶ ἀποτρέπει ὁ Χριστὸς ὁποιονδήποτε ἐπιχειρεῖ νὰ τὸν ἐκτρέψει ἀπὸ τὸν σκοπό του, ἀκόμα καὶ τὸν κορυφαῖο ἀπόστολό του Πέτρο, ὀνομάζοντάς τον «σατανᾶ», μὲ τὸ ἁπλὸ ἐπιχείρημα: «Πῶς οὖν πληρωθῶσιν αἱ γραφαί;» (Ματθ. 26, 54).
Ὁ Χριστὸς εἶναι ποὺ ἐνεργεῖ τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Αὐτὸς ὁ ἴδιος αὐτοπροσώπως δρᾶ διαχρονικὰ στὴν Ἱερὰ Ἱστορία. Ὅσα προανήγγειλε ὡς ἄσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὰ ἐκπληρώνει ὡς ἔνσαρκος Λόγος (Θεάνθρωπος) στὴν Καινὴ Διαθήκη.Ἡ ἀμετακίνητη θέση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ἀτράνταχτη πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, ὅτι «ὁ πάλαι τῷ Μωσεῖ συλλαλήσας ἐπὶ τοῦ ὄρους Σινᾶ διὰ συμβόλων», λέγοντας «ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν», εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ ἀνέλαβε κατόπιν ἐπάνω του «τὴν ἀνθρωπίνην οὐσίαν» (=σαρκώθηκε) καὶ διὰ τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως ἐργάσθηκε τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου (Ἀπόστιχα τῆς Μεταμορφώσεως).
«Δαυϊτικὴν προφητείαν ἐκπληρῶν Χριστός», ἀποκαλύπτει στοὺς μαθητές του τὸ ἀληθινὸ μεγαλεῖο του, δείχνοντας τὸν ἑαυτό του «δοξαζόμενον ἀεί, σὺν Πατρί τε καὶ Πνεύματι ἁγίῳ, πρότερον μὲν ἄσαρκον ὡς Λόγον, ὕστερον δὲ δι’ ἡμᾶς σεσαρκωμένον, καὶ νεκρωθέντα ὡς ἄνθρωπον, καὶ ἀναστάντα κατ’ ἐξουσίαν ὡς φιλάνθρωπον» (Παρακλητική, Ἦχος βαρύς, Σαββάτῳ ἑσπέρας). Ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ δηλαδὴ οἱ Ἑβραῖοι θανάτωσαν τὸν δικό τους νομοθέτη, «τὸν κριτὴν τὸν ἀθάνατον, τὸν νόμον χαράξαντα ἐν ἐρήμῳ πάλαι Μωσεῖ τῷ θεόπτῃ, …τὴν ζωὴν τὴν τῶν ἁπάντων», αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ «μόνος Κύριος καὶ Δεσπότης τῆς κτίσεως» (Παρακλητική, Ἦχος δ΄, Πέμπτη ἑσπέρας).
Παρομοίως καὶ οἱ ὕμνοι τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς ἐμφανίζουν «βρέφος γενόμενον, νόμῳ ὑποταττόμενον»,τὸν ἴδιο τὸν Νομοδότη Κύριο, «ὃν ὑπὸ τὸν γνόφον Μωσῆς νομοθετοῦντα προεώρα ἐν Σινᾷ». Μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση τονίζουν, ὅτιτὸ βρέφος ποὺ ἀναδέχεται ὁ γηραιὸς Συμεὼν «ἐν ἀγκάλαις», δὲν εἶναι ἕνα βρέφος ἁπλό, ἀλλὰ ὁ θεῖος Νομοθέτης τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὑπὸ τῶν προφητῶν ἀναγγελλόμενος Μεσσίας. «Οὗτός ἐστιν ὁ διὰ νόμου λαλήσας, …ὃν ὁ Δαυῒδ καταγγέλλει, ὁ ἐν προφήταις λαλήσας, ὁ σαρκωθεὶς δι’ ἡμᾶς καὶ σώσας τὸν ἄνθρωπον».
Ὁ Θεὸς ποὺ κηρύττεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὁ Κύριος, ὁ Ὢν (ὁ Γιαχβὲ τῶν Ἑβραίων), εἶναι ὁ μετὰ ταῦτα φανερούμενος Τριαδικὸς Θεὸς τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ἰδιαιτέρως ὁ σαρκωθεὶς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸ προεῖδαν «ἄνωθεν οἱ προφῆται», αὐτὸ δίδαξαν οἱ ἀπόστολοι, αὐτὸ παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία. «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων».
Αὐτὸ ἀποδέχεται καὶ ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅταν διασφαλίζει τὸ κῦρος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ διακηρύττει μὲ τρόπο ποὺ δὲν ἐπιδέχεται παρερμηνεῖες, ὅτι δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ καταργήσει «τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας», ἀλλὰ μόνο νὰ προσθέσει ὅ,τι λείπει.
Ὅταν λέγει «ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις…, ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν…» (Ματθ. 5, 21-22 ἑξ.), δὲν ὁμιλεῖ ἀντιθετικὰ πρὸς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ συμπληρωματικά. Αὐτὸς ποὺ εἶχε δώσει τότε τὸ γάλα, αὐτὸς ὁ ἴδιοςπροσθέτει τώρα καὶ τὴ στερεὰ τροφή. Ὁ νόμος ποὺ ἦταν τὸ μέτρο γιὰ τὶς δυνατότητες τοῦ τότε ἀνθρώπου, τοῦ ἀρχαίου, τοῦ πρὸ Χριστοῦ κόσμου, παραμένει τὸ θεμέλιο, πάνω στὸ ὁποῖο χτίζει τώρα τὸ ὑπόλοιπο οἰκοδόμημα, καλώντας μας στὴν τελειότητα, σὲ αὐτὸ ποὺ ὁ πρὸ Χριστοῦ ἄνθρωπος ἀδυνατοῦσε νὰ φτάσει. Δὲν καταργεῖ, συμπληρώνει. Ἐπιπλέον ὁ Χριστὸς ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ἰσχὺς τοῦ νόμου του, παλαιοῦ καὶ καινοῦ, θὰ εἶναι ἀδιατάρακτη καὶ ἀκλόνητη. «Ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου» (Ματθ. 5, 18).
Ὅταν λοιπὸν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς περιβάλλει μὲ τὴν ἀπόλυτη ἔγκρισή του τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ λέγει ἀπερίφραστα ὅτι ἐκείνη ὁμιλεῖ καὶ μαρτυρεῖ ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ δικό του πρόσωπο, εἶναι τουλάχιστον θρασεῖα ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ ποὺ ἀποτολμᾶ νὰ θέτει ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὰ λεγόμενά του καὶ νὰ ἀπορρίπτει τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὡς, ἄσχετη μὲ τὴν ἀλήθεια, μυθολογία. Ἀλλὰ καὶ ὅταν τυχὸν ταυτίζει τὸν Θεὸ ποὺ καταγγέλλεται σ’ αὐτὴν μὲ κάποιον θεὸ τοῦ κακοῦ ἢ καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν σατανᾶ, ἀπορρίπτοντας ἔτσι εὐθέως τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ἡ λογικὴ αὐτὴ γίνεται ὄχι ἁπλῶς θρασεῖα, ἀλλὰ καὶ βλάσφημη.
Ὅποιος σκέφτεται ἔτσι βλασφημεῖ, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ παραμένει ἀσυγχώρητος κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ἐὰν καὶ ἐφόσον ἐμμένει πεισματικὰ καὶ ἀμετανόητα μέχρι τέλους στὴ διαστροφὴ τῆς ἀλήθειας, ὀνομάζοντας τὸν Θεὸ διάβολο, ἀποδίδοντας δηλαδὴ τὰ (ἀνερμήνευτα καὶ ἀκατανόητα ἴσως σὲ μᾶς, πλὴν) θαυμαστὰ καὶ ὑπέρλογα ἔργα τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ σὲ δαιμονικὲς ἐνέργειες (Μάρκ. 3, 29).
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν εἶναι ὁ ἀδιαμφισβήτητος ἐσωτερικὸς κρίκος τῶν δύο Διαθηκῶν,τὸ ἑνιαῖο διαχρονικό περιεχόμενο τῆς μιᾶς Ἁγίας Γραφῆς.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 411, Ὀκτ. 2017, ἐπηυξημένο)
Τί είναι η Παλαιά Διαθήκη; (στ)
Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΔΙΑΘΗΚΩΝ
π. Δημητρίου Μπόκου
Οἱ δύο Διαθῆκες, Παλαιὰ καὶ Καινή, δὲν ἀποτελοῦν δύο στεγανὰ χωρισμένες, ἀλλὰ δύο ἄρρηκτα ἑνωμένες ἑνότητες τῆς μιᾶς, διαχρονικὰ ἑνιαίας, Ἱερᾶς Ἱστορίας. Τὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀποτελεῖ τὸν πανίσχυρο κρίκο ποὺ τὶς κρατᾶ ἀπόλυτα συνενωμένες μαζί του (βλ. καὶ ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 411, Ὀκτ. 2017).
Εἶναι τόσο ἰσχυρὸς ὁ μεταξύ τους σύνδεσμος, ὥστε οἱ θεοφόροι Πατέρες νὰ ὁμιλοῦν γιὰ δύο ἀδελφὲς ποὺ ἔχουν τὸν ἴδιο Πατέρα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι κατηγορηματικός. «Ἀδελφαὶ γὰρ αἱ δύο Διαθῆκαι, ἐξ ἑνὸς Πατρὸς τεθεῖσαι». Γι’ αὐτὸ λένε τὰ ἴδια πράγματα καὶ οἱ δυό, ἀφοῦ μοιάζουν σὰν δυὸ ἀδελφὲς ποὺ ἔχουν τὸν ἴδιο Πατέρα, τὸν Θεό. Ὅπως οἱ ἀδελφὲς ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο πατέρα ἔχουν ὅμοια χαρακτηριστικά, ἔτσι καὶ ἐδῶ. «Ἐπειδὴ αἱ δύο Διαθῆκαι ἐξ ἑνὸς Πατρὸς ἐγεννήθησαν», μοιάζουν πολὺ μεταξύ τους. Μία ρίζα τῆς εὐσεβείας τροφοδοτεῖ καὶ τὶς δύο. Ἡ ἴδια διδάσκει τὸν παλαιὸ νομοθέτη (Μωυσῆ), ἡ ἴδια φωτίζει καὶ τὸν θεολόγο εὐαγγελιστὴ (Ἰωάννη).
Ἡ μεταξύ τους σχέση εἶναι τέτοια, ποὺ ἡ μία προϋποθέτει τὴν ἄλλη. Ἡ καθεμιὰ κατανοεῖται μέσα ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἡ Παλαιὰ προλέγει τὰ ὅσα θὰ συμβοῦν στὴν Καινή. Καὶ ἡ Καινὴ μὲ τὴ σειρά της ἑρμηνεύει τὴν Παλαιά. Τὸ ὅλο περιεχόμενο τῆς Παλαιᾶς, ὄντας προφητικό, συμβολικὸ καὶ συνεσκιασμένο, κατανοεῖται μόνο μὲ τὴν ἐκπλήρωσή του ἀπὸ τὴν Καινή. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παλαιὰ φανερώνεται καθαρὰ γιὰ πρώτη φορὰ καὶ ἑρμηνεύεται ὀρθὰ μόνο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γιὰ τὸν παλαιὸ Ἰσραὴλ ἔχει ἀκόμη κάλυμμα. Παραμένει σκιά, μυστήριο, βιβλίο κλειστό, ἐσφραγισμένο.
Κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο πάλι, «δύο Διαθῆκαι καὶ δύο παιδίσκαι καὶ δύο ἀδελφαὶ τὸν ἕνα Δεσπότην δορυφοροῦσι. Κύριος παρὰ προφήταις καταγγέλλεται, Χριστὸς ἐν Καινῇ κηρύσσεται». Δὲν λέει καινούργια πράγματα ἡ Καινή, ἀφοῦ τὰ προανήγγειλε ἡ Παλαιά. Ἀλλὰ καὶ τὰ παλαιὰ δὲν καταργοῦνται, ἀφοῦ ἑρμηνεύονται ἀπὸ τὴν Καινή. Ὁ κοινὸς Δεσπότης ποὺ συνενώνει καὶ τὶς δύο, εἶναι ὁ λίθος «ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες», αὐτὸς ποὺ περιφρονήθηκε καὶ πετάχτηκε ἀπὸ τοὺς χτίστες, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα «ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας». Ἔγινε τὸ μεγάλο ἀγκωνάρι ποὺ κρατάει τὴν οἰκοδομή. Ἡ γωνία εἶναι πάντα τὸ συνεκτικὸ στοιχεῖο δύο τοίχων. Ἔτσι καὶ ὁ ἀχειρότμητος λίθος Χριστός, ὡς κεφαλὴ γωνίας, συνενώνει στὸν ἑαυτό του τοὺς δύο λαοὺς τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς.
Ἡ δράση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου δὲν ξεκινάει ξαφνικὰ μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ του. Προηγεῖται ἕνα μακρὸ προπαρασκευαστικὸ στάδιο, ὅπου λαμβάνει χώρα μὲ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους, «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως», ἡ σταδιακὴ καὶ ἐπὶ μέρους ἀποκάλυψη τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ, τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ὁ Χριστὸς ἐνεργεῖ μὲ βάση τὰ ὅσα προηγήθηκαν τοῦ ἐρχομοῦ του. Δὲν εἶναι συνεπῶς δυνατὸν νὰ ἀγνοεῖται τὸ προκαταρκτικὸ αὐτὸ στάδιο τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Ἡ ἀπόρριψή του συνεπιφέρει κατ’ ἀνάγκην καὶ ἀπόρριψη τοῦ Χριστοῦ.
Πιστεύουμε λοιπόν, «οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν». Ἡ Ἐκκλησία παρέλαβε καὶ τὰ δύο. Γι’ αυτό καὶ ψάλλει γεμάτη χαρά: «Προφήτας ἐξαπέστειλας, Χριστέ, προφητεῦσαί σου τὴν παρουσίαν, καὶ ἀποστόλους κηρῦξαί σου τὰ μεγαλεῖα· καὶ οἱ μὲν προεφήτευσαν τὴν ἔλευσίν σου, οἱ δὲ τῷ βαπτίσματι ἐφώτισαν τὰ ἔθνη» (Παρακλητική, Ἦχος πλ. β΄, Αἶνοι Σαββάτου).
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 422, Σεπτ. 2018)