του Παναγιώτη Πανόπουλου
Θεολόγου
Ο όρος Πάσχα προέρχεται από το αραμαϊκό pasha και το εβραϊκό pesah. Η Βίβλος συσχετίζει το pesah με το ρήμα pasah που σημαίνει είτε χωλαίνω, είτε εκτελώ τελετουργικό χορό γύρω από τη θυσία, είτε μεταφορικά, «ξεφεύγω» «περνώ» «απαλλάσσω». Το Πάσχα είναι το πέρασμα του Jahwe, ο οποίος πέρασε πάνω από τα σπίτια των Ισραηλιτών, ενώ έπληττε τα σπίτια των Αιγυπτίων. Έτσι για τους Ισραηλίτες το Πάσχα είναι η ανάμνηση της Εξόδου που απελευθέρωσε τους Εβραίους από την αιγυπτιακή δουλεία.
Αρχικά το Πάσχα ήταν οικογενειακή γιορτή. Εορτάζεται νύχτα, στην πανσέληνο της εαρινής ισημερίας στις 14 του μήνα Αβίβ ή των Σταχύων (μετέπειτα Νισάν). Προσφέρεται στο Jahwe ένα νεαρό ζώο, χρονιάρικο, για να ευλογηθεί από το Θεό όλο το κοπάδι. Το σφάγιο είναι αρνί ή κατσίκι, αρσενικό και αρτιμελές. Δεν πρέπει να σπάσει κανένα κόκκαλό του. Το αίμα του, ως ένδειξη προστασίας, το βάζουν στην είσοδο κάθε σπιτιού. Το κρέας του τρώγεται σ’ ένα σύντομο δείπνο όπου οι συνδαιτυμόνες είναι ντυμένοι έτοιμοι για ταξίδι. Αυτά τα στοιχεία νομαδικής και οικογενειακής ζωής υποδεικνύουν μια πολύ παλιά προέλευση του Πάσχα: θα μπορούσε να είναι η θυσία που ζητούσαν οι Ισραηλίτες από το Φαραώ να πάνε να τη γιορτάσουν στην έρημο. Η έξοδος όμως είναι αυτή που έδωσε την οριστική του σημασία. Θυμίζει ότι ο Θεός έπληξε την Αίγυπτο και «ερρύσατο» τους πιστούς του.
Με το πέρασμα του χρόνου το Πάσχα εξελίσσεται σε γιορτή του Ναού και μετά την εξορία στην κατ’ εξοχήν εορτή και μία από τις μεγάλες ευκαιρίες προσκυνήματος στη διάρκεια του λειτουργικού έτους. Στον ιουδαϊσμό παίρνει ένα πολύ πλούσιο νόημα, αποσαφηνισμένο από το ταργκούμ του χωρίου Εξ.12,42: ο Ισραήλ, που σώθηκε από τη σκλαβιά, θυμίζει τον κόσμο που αποσύρθηκε από το χάος, τον Ισαάκ που γλύτωσε από το μαρτύριο και την ανθρωπότητα που βγήκε από την αθλιότητα χάρη στον αναμενόμενο Μεσσία. Όλες οι επεμβάσεις του Θεού στο παρελθόν δίνουν την ελπίδα της αποφασιστικής επεμβάσεώς του στο μέλλον. Η οριστική σωτηρία παρουσιάζεται σαν μια νέα δημιουργία, μια αμετάκλητη έξοδος, μια ολοκληρωτική νίκη πάνω στο κακό, σαν ο ξανακερδισμένος παράδεισος. Ο απεσταλμένος του Θεού που ανέλαβε να εγκαινιάσει αυτή τη μεταμόρφωση του κόσμου, δεν είναι άλλος από το Μεσσία, έτσι ώστε κάθε πασχαλινή νύχτα οι Ιουδαίοι περιμένουν τον ερχομό του. Επειδή μερικοί εξακολουθούν να φαντάζονται το Μεσσία σαν πολεμιστή, υπάρχει σ’ αυτή την ελπίδα ο κίνδυνος να αφυπνιστεί ο εθνικισμός: συνήθως την εποχή του Πάσχα εκδηλώνονται πολιτικά κινήματα ή εκτραχύνονται τα θρησκευτικά πάθη. Στη ρωμαϊκή περίοδο, οι αρχές φροντίζουν να διατηρήσουν την τάξη στη διάρκεια των εορτών του Πάσχα και κάθε χρόνο ο επίτροπος αυτές τις μέρες ανεβαίνει στην Ιερουσαλήμ. Αλλά η θρησκευτική πίστη μπορεί επίσης να δει πιο πέρα απ’ αυτή την αναστάτωση και να κρατηθεί μακριά από υποχωρήσεις: αφήνει στο Θεό τη φροντίδα να ορίσει την ώρα και τον τρόπο επεμβάσεως του Μεσσία, τον οποίο μέλλει να αποστείλει.
Ο Μεσσίας έρχεται πράγματι. Στην αρχή, ο Ιησούς μετέχει στο ιουδαϊκό Πάσχα. Θα το ήθελε καλύτερο, αλλά τελικά θα το αντικαταστήσει ολοκληρώνοντάς το.
Οι χριστιανοί πλέον γιορτάζουν την απελευθέρωσή τους από την αμαρτία και το θάνατο, ενώνονται με τον σταυρωμένο και αναστημένο Χριστό για να μοιραστούν μαζί του την αιώνια ζωή και στρέφουν τις ελπίδες τους στην ένδοξη Παρουσία του.
Σ’ αυτή τη νύχτα που λάμπει στα μάτια τους σαν ημέρα, για να προετοιμάσουν τη συνάντησή τους στη θεία Ευχαριστία με τον Αμνό του Θεού, ο οποίος βαστά και σηκώνει πάνω του τις αμαρτίες του κόσμου, συγκεντρώνονται για μια ολονυκτία, όπου διαβάζεται το κείμενο της Εξόδου σε μια νέα του εμβάθυνση: ως βαπτισμένοι, αποτελούν το λαό του Θεού στην εξορία, πορεύονται με τη μέση ζωσμένη απαλλαγμένοι από το κακό προς την επαγγελμένη Γη της Βασιλείας των Ουρανών. Αφού ο Χριστός, το πασχάλιό τους θύμα, θυσιάστηκε, πρέπει να γιορτάσουν όχι με το παλιό προζύμι της «κακίας και πονηρίας» αλλά με τα άζυμα «ειλικρινείας και αληθείας». Μαζί με το Χριστό έζησαν προσωπικά το μυστήριο του Πάσχα πεθαίνοντας ως προς την αμαρτία και αναστημένοι για μια νέα ζωή. Το πασχάλιο μυστήριο θα τερματιστεί για τους χριστιανούς με το θάνατο, την ανάσταση, τη συνάντησή τους με τον Κύριο. Το επίγειο Πάσχα ετοιμάζει γι’ αυτούς αυτό το ύστατο «πέρασμα», αυτό το Πάσχα των εσχάτων. Γιατί το Πάσχα σημαίνει και το ουράνιο συμπόσιο προς το οποίο πορευόμαστε όλοι.
Σήμερα το χριστιανικό Πάσχα συνενώνει παντού τους Μαθητές του Χριστού στην κοινωνία με τον Κύριό τους, τον αληθινό Αμνό του Θεού. Το Πάσχα τους κάνει μετόχους στο θάνατο και στην Ανάστασή του που τους απελευθέρωσαν από την αμαρτία και το θάνατο. Είναι φανερή η συνέχεια από τη μια εορτή στην άλλη, αλλά αλλάζουμε επίπεδο καθώς περνάμε από την παλιά στη νέα Διαθήκη με ενδιάμεσο το Πάσχα του Ιησού.
Ας δούμε όμως τι συνέβη το συγκεκριμένο αυτό Πάσχα, με το οποίο, μέσα από το Πάθος του Ιησού, αρχίζει ο ερχομός του νέου κόσμου.
Όλη η δημόσια δράση του Ιησού είχε προφητικό χαρακτήρα. Και ό,τι έλεγε ή έπραττε αποτελούσε έκφραση της κρίσης του Θεού (καταδίκη της ανομίας και αδικίας) και φανέρωση του καινούργιου κόσμου της Βασιλείας του. Δύο πράξεις του Ιησού που πραγματικά προκάλεσαν τις ιουδαϊκές αρχές ήταν η είσοδος στα Ιεροσόλυμα και ο καθαρισμός του Ναού.
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος περιγράφει την είσοδο από τη στιγμή που ο Ιησούς καβάλα στο πουλάρι και οι Μαθητές, ξεκινούν από τη Βηθανία. Μας λέει: «και οι πιο πολλοί από το πλήθος έστρωναν τα ρούχα τους στο δρόμο, ενώ άλλοι έκοβαν κλαδιά από τα δέντρα και τα έστρωναν στο δρόμο. Και το πλήθος, όσοι βάδιζαν μπροστά Του κι’ όσοι ακολουθούσαν, κραύγαζαν:
Δόξα στο γιο του Δαυίδ!
Ευλογημένος αυτός που έρχεται
σταλμένος από τον Κύριο!
Δόξα στον Ύψιστο Θεό!»
Και όταν μπήκε στα Ιεροσόλυμα αναστατώθηκε όλη η πόλη και έλεγαν: Αυτός είναι ο προφήτης Ιησούς από τη Ναζαρέτ. Ο Ιησούς μπήκε στο Ναό και έδιωξε όλους αυτούς που πουλούσαν και αγόραζαν στο χώρο του Ναού κι’ αναποδογύρισε τα τραπέζια των χρηματιστών και τα καθίσματα αυτών που πουλούσαν περιστέρια. Και τους είπε: «Έχει γραφτεί: ο οίκος μου πρέπει να είναι οίκος προσευχής. εσείς όμως τον κάνατε σπήλαιο ληστών». Η είσοδός του με αυτή την υποδοχή και με τέτοια συνθήματα, αποτελούσε οπωσδήποτε μια προφητική πράξη με έντονα προκλητικό χαρακτήρα. Για τους περισσότερους από το πλήθος ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας, ο αναμενόμενος βασιλιάς του Ισραήλ, που θα εκδιώξει τους Ρωμαίους και θα εγκαθιδρύσει μια νέα κατάσταση πραγμάτων. Το στρώσιμο των ρούχων και των κλάδων στο δρόμο, η προσφώνηση «Υιός Δαυίδ», αυτή τη λαϊκή αντίληψη εξέφραζαν. Άλλωστε και οι παλιές προφητείες για το Μεσσία έκαναν λόγο γι’ αυτή την είσοδο (Ζαχ.9,9). Ο Ιησούς βέβαια δεν απευθύνεται στο λαό για να διορθώσει αυτές τις λανθασμένες προσδοκίες. Όμως στην πράξη κάνει πράγματα αντίθετα από αυτές. Δεν μπαίνει στα Ιεροσόλυμα σαν πολεμιστής με στρατό και όπλα, ούτε σαν βασιλιάς πάνω σε άρμα ή φορείο, αλλά καβάλα πάνω σ’ ένα ταπεινό γαϊδουράκι.
Πιστεύει πως ο Μεσσίας, όπως ο «Δούλος Κυρίου» (Eved Jahwe) στον Ησαΐα, θα φέρει την αυγή του καινούργιου κόσμου με το θάνατό Του και όχι με οποιαδήποτε μέσα βίας. Γνωρίζει με σαφήνεια πως η είσοδός του στα Ιεροσόλυμα (όπως και η κατάλυση της αργίας του Σαββάτου και ο καθαρισμός του Ναού) θα καταλήξει στο θάνατό Του. Οι πράξεις του αυτές θεωρούνται ένα ξεκαθάρισμα με τους ιουδαίους και ένας εκβιασμός των πραγμάτων με συνέπεια το θάνατο που τον έβλεπε ενταγμένο στο έργο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Ο Χριστός ήξερε τις λανθασμένες αντιλήψεις που είχαν και οι Μαθητές του για τον ερχόμενο Μεσσία εθνικιστή, πολέμαρχο, ένδοξο βασιλιά γι’ αυτό σε κάθε ευκαιρία τους προετοίμαζε ώστε να μην κλονιστεί η πίστη τους από τη Σταύρωση που θα ακολουθούσε. Στην απόφαση του Ιησού να πεθάνει, σ’ αυτό το «πρέπει», ο Πέτρος και οι άλλοι Μαθητές απορούν και αντιδρούν γιατί «δε σκέπτονται όπως ο Θεός, αλλά όπως θέλουν οι άνθρωποι». Έπειτα περίμεναν τον νέο κόσμο του Θεού σαν κάτι εύκολο, αναλογίζονται: Δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει ο Διδάσκαλος το έργο του Θεού χωρίς να πεθάνει; Κι’ αν το έργο του Θεού έτσι γίνεται, τι θα συμβεί μ’ εμάς στο μέλλον; Στις σκέψεις αυτές ο Ιησούς απαντά «όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του κι’ ας με ακολουθήσει. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει. Όποιος όμως εξ’ αιτίας μου χάσει τη ζωή του θα τη βρει. Γιατί, τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, χάσει όμως τη ζωή του; Ή τι μπορεί να δώσει ο άνθρωπος ως αντάλλαγμα για τη ζωή του;» Τι σημαίνουν άραγε τα λόγια αυτά; Στην περιγραφή της Μεταμορφώσεως από τον Λουκά έχουμε μια βαθιά προσέγγιση του μυστηρίου του θανάτου του Χριστού. Ο Ιησούς παρουσιάζεται με θεία δόξα. Ο Μωυσής και ο Ηλίας τον περιβάλλουν. Ακούγεται η φωνή από τον ουρανό: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός. αυτόν ακούτε». Τα λόγια αυτά μας θυμίζουν τον πάσχοντα αλλά εκλεκτό Δούλο του Θεού (τον Eved Jahwe) κατά τον Ησαΐα και προσδιορίζουν το Πάθος του Κυρίου. Ο όρθρος της Μ. Πέμπτης μας λέει για τα πάθη του Δούλου:
Ον εκήρυξεν Αμνόν Ησαΐας
έρχεται επί σφαγήν εκούσιον
και τον νώτον δίδωσιν εις μάστιγας,
τας σιαγόνας εις ραπίσματα,
το δε πρόσωπον ουκ απεστράφη
από αισχύνης εμπτυσμάτων.
θανάτω δε ασχήμονι καταδικάζεται.
πάντα ο αναμάρτητος εκουσίως καταδέχεται,
ίνα πάσι δωρήσηται την εκ νεκρών ανάστασιν.
[ Έρχεται με τη θέλησή του να σφαγιασθεί
Αυτός, που ο Ησαΐας ονόμασε Αμνό.
Προσφέρει την πλάτη του στο μαστίγιο,
τα σαγόνια του στα κτυπήματα.
Μπρος στα φτυσίματα της ντροπής
ατάραχο κράτησε το πρόσωπό του.
Σε θάνατο καταδικάζεται εξευτελιστικό ο αναμάρτητος.
Όλα τα υπομένει με τη θέλησή του, για να προσφέρει σ’ όλους δώρο τη νίκη πάνω στο θάνατο.]
Αλλά και κάτι πιο σημαντικό: οι δυο μεγάλοι άνδρες μιλούν για το θάνατο του Ιησού που θα εκπληρωνόταν στην Ιερουσαλήμ. Δεν είναι τυχαίο πως για το θάνατο αυτό χρησιμοποιείται η λέξη «έξοδος». Έτσι μας έρχονται στο νου τα περιστατικά της Εξόδου των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο: Το αίμα του αρνιού, το θαυμαστό πέρασμα της Νεκράς Θαλάσσης και η πορεία προς τη Γη της Επαγγελίας τη γη της Ελευθερίας. Και όπως ξέρουμε αυτά τα περιστατικά ερμηνεύτηκαν από τους Πατέρες σαν «προτυπώσεις» του έργου του Χριστού. Σύμφωνα με αυτές τις προτυπώσεις ο Ιησούς με το θάνατό Του είναι:
α) Ο πασχάλιος αμνός, που το αίμα του γίνεται αιτία σωτηρίας όλου του κόσμου, όπως το αίμα του αρνιού του εβραϊκού Πάσχα έγινε σημείο σωτηρίας του Ισραήλ.
β) Ο Μέγας Αρχιερεύς, που μπαίνει στα Αγια των Αγίων του ουράνιου Ναού, όπου μεσιτεύει διαρκώς για μας παρουσιάζοντας στο ΘεόΠατέρα τη θυσία Του, η οποία απαλλάσσει τους αδελφούς του από την καταδίκη.
γ) Ο αληθινός αμνός της εξιλαστήριας θυσίας που το αίμα του καθαρίζει τη συνείδηση μας, μας συμφιλιώνει με το Θεό και μεταξύ μας.
δ) Ο πάσχων Δούλος του Θεού που υποφέρει και εξευτελίζεται για μας, για το λαό Του.
ε) Ο νέος Μωυσής που πιστοποιεί τη νέα «Διαθήκη» Θεού και ανθρώπων με το δικό Του αίμα, με την προσωπική του θυσία.
στ) Αυτός που γίνεται για μας «κατάρα» και «αμαρτία» για να μας χαρίσει την υιοθεσία και να μας κάνει συγκληρονόμους της δόξας του. Παίρνει τη θέση μας κατά συγκατάβαση για να μας δώσει τη δική του κατά χάρη. Παίρνει τη φτώχεια μας για να μας δώσει τον πλούτο Του.
ζ) Ο νέος Αδάμ, που πραγματοποίησε την μέχρι θανάτου υπακοή στον Πατέρα και πέτυχε τη συμμετοχή του ανθρώπου στη νέα ζωή της Βασιλείας του Θεού. Αυτό που δεν κατόρθωσε ο πρώτος Αδάμ, το πραγματοποιεί ο Χριστός. Ανακεφαλαίωσε τα πάντα στο πρόσωπό του, προσέλαβε και αγίασε όλη την κτίση στο Σώμα Του την Εκκλησία. έγινε ο εγκαινιαστής μιας νέας ανθρωπότητας. Έγινε κεφαλή της Εκκλησίας και Κύριος όλης της Κτίσης.
Ο αγ. Ισαάκ ο Σύρος γράφει: «Οι Ιουδαίοι διέφυγαν το Πάσχα από τη σκλαβιά του Φαραώ. εμείς, την ημέρα της Σταύρωσης απελευθερωνόμαστε από την αιχμαλωσία του Σατανά. Αυτοί θυσίασαν τον αμνό και σώθηκαν με το αίμα του από τον εξολοθρευτή. εμείς, με το αίμα του αγαπημένου Του Υιού απελευθερωνόμαστε από τα έργα της διαφθοράς που είχαμε διαπράξει. Αυτοί είχαν για οδηγό το Μωυσή, εμείς έχουμε τον Ιησού για αρχηγό και Σωτήρα…». Για να έρθουν λοιπόν αυτά τα καλά, για να βλαστήσει η νέα ζωή έπρεπε να περάσει ο Ιησούς από το Πάθος. Και μιλώντας για το μυστήριο του θανάτου του, χρησιμοποίησε την εικόνα του σταριού που αν δεν πεθάνει μένει ένας σπόρος, αν όμως πεθάνει φέρνει καρπό πολύ. Βλέπουμε ότι ο Ιησούς έχει τη δική του αντίληψη για το θάνατό του. Αυτό σημαίνει ότι πορεύεται προς το θάνατο με την πίστη πως η εκούσια προσφορά του εαυτού του στη φονική διάθεση των αντίθετων δυνάμεων, η Θυσία Του, θα φέρει τον καινούργιο κόσμο του Θεού. Αποδέχεται ο ίδιος το θάνατό του, θεληματικά, όχι από ανάγκη ή αδυναμία, αλλά από ξεχείλισμα ζωής. Για να νικηθούν οι δυνάμεις της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου και να θριαμβεύσει η ζωή του Θεού πάνω στους ανθρώπους με την Ανάστασή Του. Πορεύεται στο θάνατο για να μάθουν όσοι πιστέψουν σ’ Αυτόν πως, κάτω από αυτές τις συνθήκες της ζωής, η Βασιλεία του Θεού δεν μπορεί να έρθει, χωρίς να συγκρουστεί με τις δυνάμεις του παλιού κόσμου. Οι χριστιανοί θα μάθουν για πάντα πως μόνο μέσα από το βάπτισμα της ζωής τους στο θάνατο του Χριστού, μέσα από το δικό τους δηλ. «θάνατο», θα αναστηθεί ο νέος κόσμος της Βασιλείας του Θεού.
Το τέλος πλησίαζε. Η προδοσία είχε γίνει. Γι’ αυτό και το τελευταίο Δείπνο του Ιησού με τους Μαθητές του μοιάζει σαν αποχαιρετιστήριο τραπέζι πριν το Πάθος. Σ’ αυτό το τελευταίο τραπέζι τον Μυστικό Δείπνο όπως ονομάστηκε γιατί έγινε κρυφά λόγω της καταδιώξεως του Ιησού από τις θρησκευτικές αρχές και γιατί σ’ αυτό έδωσε μοναδικό νόημα παραδίδοντας κάτι με ξεχωριστή σημασία κάνει λόγο με έμφαση για το θάνατό Του. Σ’ αυτό το δείπνο ο Ιησούς σαν Αρχιερέας της Καινής Διαθήκης, προσφέρει τον εαυτό του θυσία για τη σωτηρία του κόσμου «για χάρη όλων». Έτσι υπογράφεται η «καινή διαθήκη» της δωρεάς του Θεού προς τους ανθρώπους και η δωρεά αυτή είναι ο καινούργιος κόσμος της Βασιλείας του Θεού. Με τα λόγια: «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» ο Κύριος καλεί και τους μαθητές του όλων των εποχών να κάνουν το ίδιο να συμμετάσχουν δηλ. και αυτοί στο θάνατό Του. Αυτό σημαίνει πως ο νέος λαός του Θεού, η Εκκλησία, πρέπει να λάβει μέρος σε μια άλλη Έξοδο, που θα περνάει μέσα από τον αγώνα, το μαρτύριο, το θάνατο, ώσπου να λάμψει ο κόσμος της Βασιλείας. Το τραπέζι της χαράς για ολόκληρη την ανθρωπότητα μέσα στον καινούργιο κόσμο του Θεού έχει ήδη αρχίσει. Το πασχαλινό τραπέζι της Βασιλείας έχει στρωθεί και ο Χριστός μας καλεί να συμμετάσχουμε σ’ αυτό. Από τότε μέχρι σήμερα ο ίδιος Μυστικός Δείπνος συνεχίζεται στην Εκκλησία. Στη θεία Ευχαριστία ο ίδιος ο Ιησούς προσφέρεται όπως τότε. Τα ίδια λόγια ακούγονται, το ίδιο μυστήριο διενεργείται.
Ακολουθεί η σύλληψη λίγο πριν την οποία βλέπουμε από τα λόγια της προσευχής του Ιησού την ανθρώπινη αγωνία Του από το ένα μέρος και την ελεύθερη «υπακοή» Του στο θέλημα του Πατέρα για να νικηθεί το κακό και να έρθει στον κόσμο η σωτηρία, η δίκη που στην ουσία πρόκειται για παρωδία δίκης, και η Σταύρωση, ο Θάνατος. Ο θάνατος του Ιησού βεβαίωσε το τέλος του κόσμου της αμαρτίας και του θανάτου. σημείωσε την αρχή του τέλους αυτού του κόσμου της φθοράς. Ήταν ο κόσμος που έφτασε στο έσχατο σκαλί της κατάπτωσής του, αφού δεν ήταν σε θέση ούτε την αγάπη του Θεού να κατανοήσει. Στην αγάπη του Θεού ο κόσμος απάντησε με μίσος. Θανάτωσε τον απεσταλμένο του Θεού. Έτσι ο θάνατος του Χριστού ήταν απόδειξη δύο αντίθετων πραγμάτων: της αγάπης του Θεού που φτάνει ως το θάνατο για τον αγαπημένο άνθρωπο, και της κατάπτωσης του ανθρώπου που στην αγάπη απαντά με θανάσιμο μίσος. Στη Σταύρωση του Ιησού συσπειρώνονται όλες οι σκοτεινές δυνάμεις του κακού, για να χτυπηθεί η Βασιλεία του Θεού. Η ξεπεσμένη ανθρώπινη φύση αντιστέκεται στη Σαρκωμένη Αλήθεια και στο Φως. Μόνο αν πάρουμε την αμαρτία όπως είναι ξεπεσμός και υποδούλωση στο μίσος και στο θάνατο θα καταλάβουμε το Σταυρό του Χριστού. Θα καταλάβουμε δηλ. το πώς ο Κύριος σήκωσε πάνω του όλα τα ανθρώπινα τραύματα, ακόμα και το θάνατο, για να μας ελευθερώσει μέσα στη Βασιλεία του. Ήρθε στον κόσμο ως «πάσχων δούλος», όχι για να μας συντρίψει με τη δύναμή Του (Ιουδαίοι) ούτε να μας καταπλήξει με σοφίες και προγράμματα (Έλληνες) αλλά για να σώσει τον κόσμο με τη δύναμη και τη σοφία που έχει ο Σταυρός και η Ανάστασή Του.
Ο θάνατος του Χριστού ήταν ένας εκούσιος θάνατος. Δεν ήταν ο θάνατός Του η αναπόφευκτη κατάληξη της κτιστής φύσης, που τείνει να ενεργεί το υπαρκτικό γεγονός με μόνες τις δικές της λειτουργίες, και οδηγείται βαθμιαία στην εξασθένηση και τελικά στην απόσβεση των ψυχοσωματικών ενεργειών της. Ο Χριστός παραδίδεται στο θάνατο παραιτούμενος ολοκληρωτικά από κάθε τάση και επιδίωξη φυσικής αυθυπαρξίας του κτιστού και μεταθέτοντας το γεγονός της ύπαρξης και της ζωής στη σχέση με τον Πατέρα, στην εγκατάλειψή του στο θέλημα του Πατρός, στην παράδοση του «πνεύματός» του «εις χείρας» του Πατρός. Αποδεχόμενος εκούσια το θάνατο εντάσσει και την έσχατη συνέπεια της ανταρσίας του ανθρώπου στην ελευθερία της αγάπης και υπακοής στο θέλημα του Πατρός, δηλ. στον τρόπο ύπαρξης του ακτίστου. Από δω και πέρα κάθε άνθρωπος μπορεί να μεταποιήσει την αναγκαιότητα του θανάτου σε ελευθερία αυτοπαραίτησης από κάθε απαίτηση αυθυπαρξίας, να επαναλάβει την κίνηση του Χριστού, κίνηση αντίστροφη προς την ανταρσία του Αδάμ, εναποθέτοντας τη δυνατότητα της ύπαρξης όχι πια στη θνητή φύση, αλλά στην προσωπική σχέση με τον Πατέρα. Στο πρόσωπο του Χριστού η ανθρώπινη φύση αξιώθηκε την ίδια σχέση ζωής με το Θεό που έχει ο Υιός με τον Πατέρα κι αυτό είναι το νόημα της «υιοθεσίας». Τώρα μέσα από την εκούσια «απώλεια» της ζωής «σώζουμε» τη ζωή, «συναποθνήσκοντες» με το Χριστό «συζούμε» με Αυτόν. Αυτά όλα δεν σημαίνουν ότι ο Θάνατος για τον Χριστό ήταν απαλλαγμένος από την οδύνη και τη φρίκη που έχει για κάθε άνθρωπο η αποσύνδεση της υπόστασής του από τον τρόπο με τον οποίο η φύση ενεργεί υπαρκτικά αυτή την υπόσταση. Ο θάνατος του Ιησού ήταν, εκτός από εκούσιος, αντιπροσωπευτικός και ιλαστικός. Ο Υιός και Λόγος του Θεού για να προσφέρει τον Εαυτόν του «θυσίαν δυναμένην ημάς καθαρίσαι…γέγονεν άνθρωπος» σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, ο οποίος τον Ιησού Χριστό «προέθετο…ιλαστήριον δια της πίστεως εν τω Αυτού αίματι». Η όλη ζωή του στη γη σκοπό είχε τη σωτηρία του ανθρώπου και την απαλλαγή του από το θάνατο. Αφού δε, έζησε σε απόλυτη ψυχοσωματική καθαρότητα και αναμαρτησία έγινε και σαν άνθρωπος ο μόνος ικανός να παράσχει, αντιπροσωπεύοντας το ανθρώπινο γένος, τον Εαυτόν του ως ιλαστήριο θύμα για την απαλλαγή του ανθρώπου από την αμαρτία και τον πνευματικό θάνατο συμφιλιώνοντας τον άνθρωπο με το Θεό δια του θανάτου. Ο Κύριος ήρθε «δούναι την ψυχήν Αυτού λύτρον αντί πολλών» και στον Μυστικό Δείπνο μιλά για το αίμα του το «περί πολλών εκχυνόμενον».
Ο Ιησούς έλεγε ότι την τρίτη μέρα θα αναστηθεί. Γι’ αυτό και οι Μαθήτριες όταν πέρασε το Σάββατο αγόρασαν αρώματα και πήγαν στον τάφο για να αλείψουν τον Ιησού. Βρέθηκαν όμως μπροστά στο κενό μνημείο. Την κενότητα του μνημείου δεν αμφισβητούν ούτε οι Ιουδαίοι, απλώς αυτοί δίνουν τη δική τους ερμηνεία.
Έτσι ο Χριστός ανασταίνεται την τρίτη μέρα μετά την ταφή του. Η ανάσταση υποδηλώνεται έμμεσα, μέσα από σημεία (κενό μνημείο, άγγελος, οθόνια της ταφής). Δεν προσδιορίζεται ούτε περιγράφεται κάποια συγκεκριμένη στιγμή που το νεκρό σώμα του Χριστού ζωοποιείται και πάλι και επαναλειτουργεί βιολογικά. Υπάρχει όμως η εμπειρία και μαρτυρία των σωματικών εμφανίσεων μετά την ανάσταση. Το αναστημένο σώμα του Χριστού είναι σώμα υλικό, φύση κτιστή. Διαφέρει όμως από τα σώματα των άλλων αναστημένων, γιατί αυτό υπάρχει τώρα πια με τον τρόπο του ακτίστου, τον τρόπο της ελευθερίας από κάθε φυσική αναγκαιότητα. Έτσι ενώ είναι αισθητό και απτό, με σάρκα και οστά και μπορεί να τραφεί, και ενώ τα σημάδια των πληγών είναι απτά, όμως μπαίνει στο υπερώο «κεκλεισμένων των θυρών». Το σώμα του αναστημένου Χριστού είναι η ανθρώπινη φύση ελεύθερη από κάθε περιορισμό και ανάγκη, είναι ένα ανθρώπινο σώμα με σάρκα και οστά, που όμως δεν αντλεί ζωή από τις βιολογικές του λειτουργίες, αλλά υποστασιάζεται σε πραγματική ύπαρξη χάρη στην προσωπική σχέση με το Θεό, που αυτή και μόνη το συνιστά και το ζωοποιεί.
Οι ετερόδοξοι δέχονται την σημασία της Ανάστασης αλλά αρνούνται την ιστορικότητά της και φτάνουν να χωρίζουν τον Ιησού της ιστορίας από το Χριστό της πίστεως. Ο Karl Barth λέει ότι μπορεί να φανταστεί μια Καινή Διαθήκη που θα μιλούσε μόνο για την Ανάσταση, δεν θα μπορούσε όμως να φανταστεί μια Κ.Δ χωρίς την Ανάσταση. Σύμφωνα με τον καθηγητή Παναγιώτη Ανδριόπουλο η Ανάσταση είναι πραγματικό γεγονός, αλλά δεν ανήκει στην περιοχή της ιστορίας και έτσι δεν μπορεί να αποδειχθεί με τα μέσα της ιστορικής επιστήμης.
Ποια είναι όμως η σημασία της; Η ανάσταση του Ιησού Χριστού σαν το εσχατολογικό γεγονός «κατ’ εξοχήν», σαν η απαρχή της οριστικής αποκάλυψης της δόξας του Θεού, σαν το τέλος του παλαιού κόσμου και η ανατολή του νέου, είναι γεγονός μονοσήμαντο. Έχει τη σημασία της «εν εαυτή». Η σημασία της δεν μπορεί να χωριστεί από το συμβάν της Ανάστασης. Γι’ αυτό το κατανοούμε μόνο όταν έχουμε αναστηθεί μαζί με το Χριστό. Μόνο η συνάντηση με τον αναστημένο Κύριο, η υπερνίκηση της απιστίας μας και των αμφιβολιών μας από τον ίδιο, η κατακυρίευση της ύπαρξής μας από τη λυτρωτική παρουσία του, η «αλλαγή» της ύπαρξής μας με τη δύναμη του ζωοποιού Πνεύματός Του, μας μυσταγωγεί στην αληθινή γνώση της Ανάστασής Του, που εκφράζεται με την επιφώνηση «Κύριος Ιησούς», με την ομολογία «ο Κύριός μου και ο Θεός μου».Η σύγχρονη έρευνα της Καινής Διαθήκης αναγνωρίζει ομόφωνα τη θεμελιώδη σημασία της Ανάστασης του Ιησού Χριστού για τη χριστιανική πίστη, όπως δηλώνεται στο 1 Κορ.15,14: «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών».
Χωρίς την ανάσταση όλα θα έμεναν βυθισμένα στο σκοτάδι της αποτυχίας, της απογοήτευσης και της απελπισίας, οι Ιουδαίοι θα είχαν δίκαιο, ο Σταυρός θα ήταν «σκάνδαλο και μωρία».Χωρίς την ανάσταση η ζωή του Ιησού θα ήταν ένα τραγικό ναυάγιο, οι Μαθητές θύματα μιας μεγάλης πλάνης. Θα ήταν δυνατή η δημιουργία ενός θρησκευτικού θιάσου ή μιας κοινότητας όπως το Qumran, αλλά όχι η δημιουργία της Εκκλησίας ως το εσχατολογικό γεγονός στον παρερχόμενο κόσμο.
«Νυνί δε Χριστός εγήγερται εκ νεκρών» και η Ανάστασή Του, η θεμελιώδης πράξη του Θεού στην Ιστορία της Σωτηρίας, το σημείο αναφοράς όλων των άλλων συμβάντων αυτής της ιστορίας, είναι ιστορικά και πραγματικά ο ακρογωνιαίος λίθος, το θεμέλιο και το ουσιαστικό περιεχόμενο της «πίστεως Χριστού», της Εκκλησίας. Με την Ανάσταση φανερώνεται οριστικά η θεότητα του Χριστού. Χωρίς αυτή δεν θα υπήρχε Εκκλησία.
Αν λάβουμε υπόψη μας ότι με την Ανάσταση του Ιησού Χριστού αποκαλύφθηκε ποιος είναι ο Θεός των χριστιανών, δείχθηκε ποιος είναι αυθεντικά ο Κύριος Ιησούς Χριστός, συντρίφθηκε η δύναμη του Σατανά, «του κόσμου τούτου» και των «στοιχείων» του, προσφέρεται hic et nunc στον άνθρωπο η άφεση, η καταλλαγή, η δικαιοσύνη του Θεού, ο αγιασμός, η αναγέννηση, η θεία δόξα, ανέτειλε για πάντα η καινή ζωή που δεν την θανατώνει κανένας θάνατος, μας χαρίστηκε η εσχατολογική εμπιστοσύνη στο ΘεόΠατέρα και βλάστησε η ελπίδα της εσχατολογικής τελείωσης, αντιλαμβανόμαστε, γιατί οι μάρτυρες της Κ.Δ την κατανοούν ως την απόδειξη της εσχατολογικής πιστότητας του Θεού, ως την εκπλήρωση όλων των επαγγελιών του Θεού και των προσδοκιών του Ισραήλ ως το θεμέλιο και το περιεχόμενο της χριστιανικής πίστης, γιατί λένε: «ώστε ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις. τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα». Ο Μελίτων Σάρδεων στην ομιλία του «Περί Πάσχα» που είναι η αρχαιότερη, γνωστή σ’ εμάς, πασχάλια ομιλία, γράφει:
«Καινόν και παλαιόν
αΐδιον και πρόσκαιρον
φθαρτόν και αθάνατον
το του Πάσχα μυστήριον
παλαιόν μεν κατά τον Νόμον
καινόν δε κατά τον Λόγον,
πρόσκαιρον δια τον τύπον
αΐδιον δια την χάριν,
φθαρτόν δια την του προβάτου σφαγήν
άφθαρτον δια την του Κυρίου ζωήν
θνητόν δια την εν τη γη ταφήν,
αθάνατον δια την εκ νεκρών Ανάστασιν».
Βοηθήματα:
1. Αγουρίδη Σάββα, Νίκα Σωκράτη, Ο Χριστός και ο καινούργιος κόσμος του Θεού, Αθήνα, Ο.Ε.Δ.Β. , σελ.170-208
2. Ανδριόπουλου Παναγιώτη, Βιβλική Θεολογία (προσωπικές σημειώσεις από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις), Αθήνα 1986
3. Ανδριόπουλου Παναγιώτη, Η ερμηνεία των μαρτυριών της Κ.Δ. για την Ανάσταση του Ιησού Χριστού στη σύγχρονη εποχή, Αθήνα 1986, Ο.Ε.Δ.Β., σελ.26-208
4. Γιανναρά Χρήστου, Αλφαβητάρι της πίστης, Αθήνα 1988, εκδ. «Δόμος».
5. Μητσόπουλου Νικόλαου, Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας, Αθήνα 1984, Ο.Ε.Δ.Β., σελ. 162-175
6. Κιρμιζή, Λιαλιαμπή, Χριστοφορίδη, Θεολογία, Λατρεία και Ζωή της Εκκλησίας, Αθήνα, Ο.Ε.Δ.Β.