Τήν 30η Ἰανουαρίου, ἡμέρα πού ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν Σύναξη τῶν Τριῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί ἡ Παιδεία μας τήν ἀναγνωρίζει καί τήν τιμᾶ πανελλαδικά ὡς δική της ἡμέρα γιορτινή, μέ λαμπρότητα ἐβίωσε καί Εὐχαριστιακά ἀπήλαυσε ὁ μαθητικός κόσμος τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως, μαζί μέ τούς διδασκάλους καί καθηγητές του.
Ἐπίκεντρο τοῦ ἑορτασμοῦ ὁ Ἱερός Μητροπολιτικός Ναός τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Ἀρναίας, ὅπου τῆς λαμπρᾶς πανηγύρεως προέστη ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ. Τά παιδιά μας, οἱ μαθητές τῶν Νηπιαγωγείων, Δημοτικοῦ Σχολείου, Γυμνασίου, Γενικοῦ καί Ἐπαγγελματικοῦ Λυκείων, μαζί μέ τούς διδασκάλους καί καθηγητές τους κατέκλυσαν τόν Ἱερό Ναό ἀπό νωρίς τό πρωΐ, προσδίδοντας τήν δροσιά τῆς ἡλικίας καί τό ἁγνό τῶν ψυχῶν τους στήν σεπτή Σύναξη• ἄλλωστε ἡ ἡμέρα αὐτή ὡς ἡμέρα τῶν γραμμάτων, εἶναι δική τους. Μέ ὑποδειγματική ὄντως τάξη καί κατάνυξη οἱ νέοι βλαστοί δήλωσαν μέ τή συμμετοχή τους, τή σταθερή βούλησή τους τά ἑλληνικά γράμματα, ἡ Παιδεία μας νά ἔχη Θεό, νά εἶναι διαποτισμένη ἀπό Χριστό καί τοῦτον Ἐσταυρωμένο καί Ἀναστάντα.
Τόν πανηγυρικό τῆς ἡμέρας ἐξεφώνησε ὁ Θεολόγος καθηγητής τοῦ Ε.ΠΑ.Λ. κ. Βασίλειος Μαλανδρῆς, ὁ ὁποῖος εἶπε:
«Σεβασμιώτατε, αγαπητοί χριστιανοί, αγαπητά μας παιδιά.
Σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία μας,γιορτάζει τη μνήμη και των τριών μαζί Μεγάλων Πατέρων και δασκάλων της. Του Βασιλείου του Μεγάλου (αρχιεπίσκοπος Καισαρείας-Καππαδοκίας, με ξεχωριστή εορτή 1η Γενάρη),του Γρηγορίου του Θεολόγου-Ναζιανζηνού (πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, με ξεχωριστή εορτή 25η Γενάρη) και του Ιωάννη του Χρυσόστομου (πατριάρχη Κων/πόλεως, με την εορτή του 13η Νοεμβρίου).
Η γιορτή αυτή καθιερώθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα από τον Επίσκοπο Ευχαΐτων Ιωάννη τον Μαυρόποδα. Αφορμή για τον κοινό εορτασμό των τριών Ιεραρχών έδωσαν οι διαφωνίες μεταξύ των Χριστιανών,για το ποιος ήταν ο σπουδαιότερος. Έτσι, εκτός από την ιδιαίτερη γιορτή του καθενός,καθιερώθηκε και η κοινή γιορτή,στις 30 Ιανουαρίου.
Εξάλλου από το ακαδημαϊκό έτος 1843-44, με απόφαση της συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών καθιερώθηκε επίσημα ως γιορτή των Ελληνικών Γραμμάτων.
Ο Μέγας Βασίλειος,ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι χωρίς υπερβολή οι Τρεις Μεγάλοι του Χριστιανισμού και ξεχωρίζουν μέσα από τα άπειρο πλήθος των Πατέρων της Εκκλησίας μας και των θεμελιωτών του Χριστιανισμού. Ξεχωρίζουν ιδιαίτερα για το πνευματικό τους έργο. Συστηματικοί μελετητές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και οι τρεις τους, εναρμόνισαν τα διδάγματα των κορυφαίων φιλοσόφων της αρχαιότητας με τη διδασκαλία του Χριστού κι έβαλαν τις βάσεις, που πάνω τους οικοδομήθηκε ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός.Για τα συγγράμματά τους, τους λόγους τους και τις επιστολές τους χαρακτηρίσθηκαν «οι φωστήρες της Τρισηλίου θεότητος» και «μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας»,όπως τους αποκαλεί ο εκκλησιαστικός υμνωδός.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός που η γιορτή των Τριών Ιεραρχών χαρακτηρίσθηκε και καθιερώθηκε ως σχολική γιορτή,ως γιορτή των γραμμάτων.Γιατί,οι δραστηριότητές τους,επέδρασαν και στη μόρφωση του λαού.Με τη διδασκαλία τους και με την προσωπική τους δράση έδωσαν ώθηση στην παιδεία της εποχής τους και θεμελίωσαν την ελληνοχριστιανική αγωγή.
Ο Βασίλειος μάλιστα, έγραψε και παιδαγωγικά συγγράμματα. Κι όταν το Γένος μας υποδουλώθηκε στους Τούρκους, η 30η Ιανουαρίου πήρε εθνικό χαρακτήρα. Στα μάτια του κατακτητή, την εμφάνιζαν σαν θρησκευτική γιορτή και σαν ημέρα εξετάσεως της προόδου των μαθητών, μα στην ουσία, αυτή την ημέρα οι παπάδες-δάσκαλοι θέρμαιναν στις καρδιές των ραγιάδων τον πόθο για λευτεριά κι ατσάλωναν την ψυχή των υποδουλωμένων. Έτσι, οι Τρεις Ιεράρχες δέθηκαν και με την νεώτερη ιστορία μας.
Αλλά, ας πλησιάσουμε και ας δούμε από κοντά, την προσωπικότητα και την ζωή των μεγάλων αυτών Ιεραρχών.
Και οι τρεις Ιεράρχες υπήρξαν από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής τους. Κατάγονταν, από πλούσιες -και οι τρεις- οικογένειες και σπούδασαν στις πιο φημισμένες σχολές του καιρού τους, κοντά στους πιο ακριβοπληρωμένους δασκάλους. Και -κατά περίεργη σύμπτωση- και οι τρεις είχαν για δάσκαλό τους, τον καλύτερο ρήτορα και συγγραφέα της εποχής εκείνης, τον διάσημο ειδωλολάτρη Λιβάνιο τον Αντιοχέα. Αλλά, παρά τον ειδωλολάτρη δάσκαλό τους αυτοί έγιναν φανατικοί χριστιανοί και μαχητές της νέας πίστης, μέχρι θανάτου.
Σ΄ όλη τους τη ζωή υπήρξαν συνεπέστατοι χριστιανοί και ζωντανό παράδειγμα του τρόπου ζωής των σωστών χριστιανών. Ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ήταν συνομήλικοι, συμπατριώτες και αδελφικοί φίλοι. Αν και προέρχονταν από πλούσιες οικογένειες, έζησαν με τον πιο φτωχικό και ταπεινό τρόπο. Ο Βασίλειος μάλιστα, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και για πέντε χρόνια έζησε στην έρημο της Καππαδοκίας, ασκητεύοντας.
Τόσα και περισσότερα χρόνια έζησε ασκητική ζωή και ο Γρηγόριος ο θεολόγος. Και οι δύο κατέλαβαν ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα. Επίσκοπος ο Βασίλειος, Πατριάρχης Κων/πόλεως ο Γρηγόριος. Γρήγορα όμως εγκατέλειψε τον Πατριαρχικό θρόνο και επέστρεψε στην πατρίδα του, την Αριανζό της Καππαδοκίας, όπου και πέθανε το 390 μ.Χ., έντεκα χρόνια μετά τον θάνατο του Βασιλείου του Μεγάλου (379 μ.Χ.). Και οι δύο δηλαδή, γεννήθηκαν και πέθαναν τον 4ο μ.Χ. αιώνα.
Κάπως νεώτερός τους ήταν ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ο χρυσορρήμων, από την Αντιόχεια της Συρίας. Γεννήθηκε το 347 μ.Χ. και πέθανε σε ηλικία 60 χρονών το 407 μ.Χ. Έγινε κι αυτός Πατριάρχης Κων/πόλεως. Δύο φορές τον έστειλε στην εξορία, ενώ ήταν Πατριάρχης, η αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία δεν μπόρεσε ν’ ανεχθεί την ανεξάρτητη συμπεριφορά του ατίθασου Πατριάρχη. Τη δεύτερη φορά, όμως, που πήγαινε στην εξορία ο Χρυσόστομος πέθανε, μη αντέχοντας τις κακουχίες του ταξιδιού.
Και οι τρεις λοιπόν, αντιστάθηκαν στους εκβιασμούς και στις πιέσεις των ισχυρών. Είναι πασίγνωστη η αντίθεση του Βασιλείου του Μεγάλου. Ήταν τότε, Επίσκοπος της Καισαρείας και καταπολέμησε με ιδιαίτερη σφοδρότητα την αίρεση του Αρείου, τον αρειανισμό. Αναπόφευκτα, ήρθε σε σύγκρουση με τον αιρετικό αυτοκράτορα Ουάλλη, ο οποίος έστειλε στην Καισαρεία, τον υποσιτιστή του Μόδεστο, για να φέρει σε «θεογνωσία» τον αντάρτη επίσκοπο. Έτσι, μπροστά στην ανυποχώρητη στάση του Βασιλείου, ο Μόδεστος τον απείλησε με δήμευση της περιουσίας του, φυλάκιση και βασανιστήρια, ακόμη και με θάνατο. Αξίζει εδώ, ν’ αναφέρουμε την απάντηση του Βασιλείου, σ΄ αυτές τις απειλές: «Δε φοβούμαι τις απειλές του αυτοκράτορα», είπε, «και δεν απαρνούμαι τις ιδέες μου και την πίστη μου. Περιουσία δεν έχω πια, εκτός από λίγα βιβλία και τα τριμμένα ράσα μου. Την εξορία δεν την υπολογίζω, γιατί η γη στην οποία κατοικώ, δεν είναι δική μου, η δε παραμονή μου στον κόσμο είναι προσωρινή. Τα βασανιστήρια δε με τρομάζουν, γιατί το σώμα μου είναι τόσο ασθενικό και εύθραυστο, που θα υποκύψει αμέσως….. Και ο θάνατος, με τον οποίο με απειλείς, θα είναι για μένα ευλογία, γιατί θα με φέρει πιο γρήγορα, κοντά στον πατέρα των πάντων». Έτσι ο απεσταλμένος του αυτοκράτορα, μένοντας κατάπληκτος από την απάντηση αυτή, επέστρεψε άπρακτος.
Με τον ίδιο δυναμικό τρόπο αντέδρασαν και ο Γρηγόριος και ο Ιωάννης απέναντι στους ισχυρούς της εποχής τους και στους εχθρούς, γενικά του Χριστιανισμού. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι στην εποχή τους, στους πρώτους εκείνους ταραγμένους αιώνες του χριστιανισμού, οι αιρέσεις ανθούσαν επικίνδυνα για την ύπαρξη της Ορθοδοξίας.
Σήμερα ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Πολλούς αιώνες πριν την επινόηση του όρου αυτού η Εκκλησία μίλησε τη γλώσσα της οικουμενικότητας. Την οικουμενικότητα τη βλέπουμε στη ζωή και το έργο των τριών Ιεραρχών: είναι γι αυτούς μία βιωμένη εμπειρία ζωής.
Γεννημένοι σε οικουμενικό περιβάλλον και μορφωμένοι κοντά στους εθνικούς και ιουδαίους δασκάλους της εποχής τους ένοιωθαν την οικουμενικότητα του μηνύματος της Εκκλησίας του Χριστού στην ίδια τους την υπόσταση.
Αυτοί ένωσαν την ανατολή με τη δύση, αυτοί τον αρχαίο με το νέο κόσμο του Χριστιανισμού. Αυτός ο Θεός των όλων έπρεπε να γίνει κατανοητός σ’ όλη την Οικουμένη, σ’ όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από καταγωγή, φύλο, ιδεολογία, χρώμα, θρησκεία, κοινωνική θέση. Αυτοί είχαν την ευρεία μόρφωση που στηρίχθηκε στην αρχαία φιλοσοφία, στον ιουδαϊσμό και στο χριστιανισμό και έτσι αγκάλιασαν όλο τον κόσμο.
Η οικουμενική αυτή διάσταση της σκέψης των πατέρων της Εκκλησίας είναι η απάντηση στα αρνητικά της παγκοσμιοποίησης του σήμερα.
Αυτή την παιδεία που μας παρέδωσαν ως παρακαταθήκη οι τρεις Ιεράρχες, αυτή πρέπει να κρατήσουμε στα σχολεία μας, στα πανεπιστήμιά μας. Αυτή η παιδεία μας κάνει να βλέπουμε στον διπλανό μας τον ίδιο το Χριστό.
Αυτή η παιδεία κυλάει μέσα μας χωρίς τις περισσότερες φορές να το καταλαβαίνουμε, μυστικά, αθόρυβα, και που βγαίνει στα «δύσκολα» και κρατάει την Ελλάδα «όρθια».
Χάρις σ’ αυτή την παιδεία, τώρα που «φλέγεται» η Ελλάδα από την οικονομική κρίση, «φλέγεται» συγχρόνως και ο λαός της Εκκλησίας, γι αυτόν που έχει ανάγκη. Το βλέπουμε στις χιλιάδες μερίδες φαγητού που μοιράζονται καθημερινά, στα σπίτια που σώζονται από πλειστηριασμούς και τόσα άλλα που δεν διαφημίζονται, αλλά ανακουφίζουν το λαό μας από αυτή τη δύνη που περνά.
Το βλέπουμε στα παιδιά μέσα στις τάξεις μας, που όσο κι αν επιφανειακά φαίνονται αδιάφορα για την γνωριμία με την Ορθοδοξία, αν «σκαλίσουμε» προσεκτικά την ψυχή τους και χωρίς ανόητους συντηρητισμούς, θα βρούμε αυτήν την παιδεία για την οποία συζητάμε, έτοιμη να «ξεπηδήσει» και να «φυτρώσει».
Οι Τρεις Ιεράρχες σ’ όλη τους τη ζωή, η οποία πρέπει να πούμε, ότι για το Βασίλειο υπήρξε σύντομη, πέθανε 49 χρονών, δίδασκαν και έγραφαν συγγράμματα. Είναι οι μεγάλοι διαφωτιστές του Χριστιανισμού.
Είναι το φωτεινό παράδειγμα της μόρφωσης και της πίστης. Είναι αυτοί που στήριξαν και δυνάμωσαν την Ορθόδοξη Εκκλησία μας και την εθνική μας παιδεία.
Ας μιμηθούμε το παράδειγμά τους, ΟΣΟ ΜΠΟΡΟΥΜΕ………
Σας ευχαριστώ».
Ὁ Ἐπίσκοπός μας, περί τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, συνεχάρη τόν ὁμιλητή γιά τόν κόπο του, ἀλλά καί τούς παιδαγωγούς καί τούς μαθητές τόσο γιά τήν εὐπρεπῆ συμμετοχή τους στήν ἑορτή, ὅσο καί τή μεγάλη συμμετοχή τῶν παιδιῶν στήν Εὐχαριστιακή Τράπεζα, στό Τίμιο Σῶμα καί τό Πανάσπιλο Αἷμα τοῦ Κυρίου μας. Εἶναι προφανές πώς γιά τοῦτο συνεργάσθησαν γονεῖς καί διδάσκαλοι καί μπράβο τους!
Μετά τό μοίρασμα τοῦ ἀντιδώρου καί μιᾶς πλαστικοποιημένης εἰκόνας τῆς ἁγίας ἐνδόξου νεοπαρθενομάρτυρος Ἀκυλίνης σ’ ὅλο τό Ἐκκλησίασμα, ὁ Σεβασμιώτατος ἐδέχθη γιά ἕνα κέρασμα τούς ἐκπαιδευτικούς στό ἐπισκοπικό μέγαρο, ὅπου συνεζήτησε μαζί τους ἐπ’ ἀρκετόν, προτρέποντάς τους ἡ παιδεία μας νά πάψη νά κατασκευάζη ἄβουλα ‟λογικά” ἐξαρτήματα – ἐργαλεῖα, ἱκανά νά διακονοῦν καί νά στηρίζουν τίς φάμπρικες τοῦ σύγχρονου ἀπάνθρωπου καί ἀπρόσωπου πολιτισμοῦ μας, ἀλλά νά ἔχη Θεό καί νά μοσχοβολᾶ Χριστό• νά πάψη μ’ ἄλλα λόγια νά κηρύττη στεῖρο ὀρθολογισμό, ἄθεο ἀνθρωπισμό καί κυρίως πρακτικό ὑλισμό, γιατί ἔτσι, ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα σκάβει τόν τάφο της.
Τέλος, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τό ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο γραμμάτων…», παρότρυνε ὅλους ἡ νεοελληνική Παιδεία καί τό Σχολεῖο ὡς ἐργατική μέλισσα νά ἀπομυζᾶ τά θετικά στοιχεῖα τῆς σοφίας, τῆς ἐπιστημοσύνης καί τῆς τεχνολογίας τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ, διατηρώντας συνάμα ἀλώβητα τήν ἀξία, τό κάλλος καί τή θεόπλαστη ταυτότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, γιά τά ὁποῖα τόσο ὁ ἑλληνικός πολιτισμός, ὅσο καί ἡ Ὀρθοδοξία ἐργάσθηκαν καί κοπιάζουν μέχρι σήμερα. Ἀρχαιοελληνική σοφία, ὀρθόδοξη ἁγιοεμπειρία καί λελογισμένη πρόοδος, εἶπε ὁ Δεσπότης, ὀφείλουν νά συνεργάζωνται, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ἐπιτύχη ‟τήν καλή ἀλλοίωση” καί μετοχή στή ζωή τοῦ Θεοῦ, στόχος πού εἶναι καί ὁ ὄντως προορισμός του.
Καλή πρόοδο, λοιπόν, στά παιδιά καί δύναμη στούς ἐκπαιδευτικούς στό ἔργο τους τῆς διαπλάσεως ψυχῶν καί διαμορφώσεως χαρακτήρων.
[widgetkit id=80]