Τήν Κυριακή 29η Ὀκτωβρίου τ.ἔ., πού ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς ὑπενθυμίζει ἀπ’ ἄμβωνος τήν περικοπή ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου (Ζ΄ Λουκᾶ, Λουκ. η΄ 41-56), ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Θεόκλητος ἀκολουθούμενος ἀπό τόν Παν/το Ἀρχιμ. π. Λεόντιο Καρίκα καί τόν Διάκονό του π. Γεώργιο Κυριάκου, ἐπεσκέφθη τήν Ἐνορία Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Σανῶν, γιατί τήν κυριώνυμο ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων πού πανηγυρίζει ὁ Ἱερός Ναός θά εὑρίσκεται στήν Ἱερά Μητρόπολη Λαγκαδᾶ, κεκλημένος ἀπό τόν ἐκεῖ Ποιμενάρχη στά ἐγκαίνια τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Θεοφανείων ἀπό τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἰερώνυμο καί ὡς ἐκ τούτου ἀδυνατεῖ νά προΐσταται τῆς πανηγύρεως.
Τόν Σεβασμιώτατο ὑπεδέχθησαν ὁ λαμπρός Ἐφημέριος τῆς Ἐνορίας Παν/τος Ἀρχιμ. π. Νεκτάριος Κωνσταντινίδης καί ὁ φιλόχριστος Πρόεδρος τοῦ Τοπικοῦ Συμβουλίου καί λίαν ἀγαπητός στόν Ἐπίσκοπό μας κ. Σταῦρος Μαυρουδής, ἐπικεφαλῆς τῶν ἐνοριτῶν πού ἐπλήρωσαν τόν Ἱερό Ναό τῶν Ἀρχαγγέλων. Τό ψαλτήρι τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ μαζί μέ τούς τοπικούς Ἱεροψάλτες τίμησε ὁ ἄρχων μαΐστρος καί Καθηγητής τῆς μουσικῆς κ. Ἀναστάσιος Πορφυρίδης, πού ὁμολογουμένως ἀνέβασε τό ἐκκλησίασμα σέ οὐράνιες σφαῖρες μέ τήν φωνή καί τήν τέχνη του τή βυζαντινή.
Στό κήρυγμά του ὁ Σεβασμιώτατος ἐστάθη στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί μάλιστα στό χωρίο: «εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι» (Γαλ. β΄ 18), δηλαδή «ἄν ἐκεῖνα πού γκρέμισα, αὐτά ξαναοικοδομῶ, τότε εἶμαι ἐπιπόλαιος καί ἀσύνετος», παρατηρῶντας ὅτι ἐκεῖνος πού ἀναιρεῖ τίς ἀποφάσεις του ἐπί καιρίων θεμάτων καί τίς ἀλλάζει διαρκῶς, ἀποδεικνύεται ἀνόητος καί βλάξ!
Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, εἶπε ὁ Δεσπότης, μᾶς ζητεῖ νά γκρεμίσουμε τά τείχη τοῦ αἴσχους καί τῆς ἁμαρτίας πού ἔχουμε μέσα μας καί στή θέση τους νά ἀνεγείρουμε τά οὐράνια δώματα τῆς κατά Χριστόν σωτηρίας. Ὅμως αὐτό δέν εἶναι εὔκολο, οὔτε ἔργο μιᾶς στιγμῆς. Εἶναι ἔργο μιᾶς ζωῆς καί ἀπαιτεῖ ἱδρῶτες, κόπους πνευματικούς καί πνευματικά δάκρυα πολλά. Γιατί ὅσο εὔκολο στήν καθημερινή μας ζωή, στή φυσική ζωή, εἶναι νά γκρεμίσουμε κάτι τό παλιό καί νά ἀνεγείρουμε κάτι τό καινούργιο, τόσο στήν πνευματική ζωή αὐτό εἶναι δύσκολο καί πολυχρόνιο. Ὅμως εἶναι ἀναγκαῖο στά πνευματικά πράγματα νά γκρεμίσης τόν παλιό σου ἑαυτό τόν δοσμένο στά πάθη καί πλεγμένο μέ τίς ἡδονές, γιά νά πῆς ὅτι θά ἀνεγείρης τήν “καινήν κατά Χριστόν Ζωήν”, πού μέ τό Αἷμα Του ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ ἐζύμωσε γιά μᾶς. Ἄλλωστε Ἐκεῖνος μετά τήν Ἀνάστασή Του ἐκήρυξε στόν κόσμο: «Ἰδού ποιῶ καινά πάντα» (Ἀποκ. κα΄, 5)! Καινούργιος λοιπόν ὁ ἄνθρωπος, καινούργια καί ἀναστάσιμα τά ὑλικά πού τόν ἀπαρτίζουν, καινούργιος καί ὁ ἔσω κόσμος του πού χτίστηκε ἀπό τό Μνῆμα τῆς Ζωῆς, στό ὁποῖο τριήμερη πλάστηκε ἡ ἀνθρώπινη σωτηρία.
Ἀλλά, συνέχισε ὁ Δεσπότης, ἐδῶ βρίσκεται μιά παγίδα πού εἶναι ἡ μεγαλύτερη δυσκολία στόν πνευματικό μας ἀγῶνα. Ἐκεῖ πού εἴπαμε ὅτι γκρεμίσαμε τό παλιό καί ἀνεγείραμε τό νέο, ὁ “πεθαμένος” μας καί ξεχασμένος ἑαυτός ἐγείρεται καί τά σάπια ὑλικά τοῦ παρελθόντος ἔρχεται καί τά παρουσιάζει γιά νά χτιστοῦν μαζί μέ τά ὑλικά τῆς νέας ζωῆς. Εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά βάλη στόν ἴδιο πνευματικό χῶρο συνυπάρχοντες τόν Θεό καί τόν διάβολο, νά πατήση ἐπάνω στά “θεμέλια” τοῦ συνταιριάσματος Θεοῦ καί διαβόλου, νά ἰσοπεδώση καλό καί κακό, ἐξισώνοντας ἀδιάντροπα τόν Δημιουργό καί τό πεσμένο πλάσμα Του. Μά αὐτό συνιστᾶ ξεδιάντροπη ἐπιλογή καί τή μεγαλύτερη ἁμαρτία πού μπορεῖ νά διαπράξη ἀνθρώπινος νοῦς. Εἶναι ἀναισχυντία καί προσβολή τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου!
Καί κατέληξε ὁ ὁμιλητής: «Ἀποφάσισαν οἱ πρόγονοί μας νά θάψουν τόν κόσμο τοῦ Δωδεκαθέου, σύν τοῖς πάθεσι καί ταῖς ἡδοναῖς αὐτοῦ. Ἀποφασίσαμε καί ἐμεῖς τά πάθη τῆς ἀτιμίας νά τά πετάξωμε στόν Καιάδα τῆς ἀνυπαρξίας. Καί τόν τελευταῖο καιρό μέ τά ἔργα μας καί τά νομοθετήματά μας ξανααναδεικνύομε τόν σάπιο μας ἑαυτό καί τίς ἐπιλογές του σέ Θεό. Τά πάθη τῆς ἀτιμίας τά κάναμε νόμους τῆς ζωῆς μας. Ἔχει δίκιο λοιπόν ὁ θεῖος Παῦλος ὅταν παρατηρῆ πώς, ἀν ἐκεῖνα πού γκρεμίσαμε ἐρχόμαστε καί τά ξανασηκώνομε πάλι, τότε εἴμαστε ἀνόητοι καί ἄξιοι πάσης αἰσχύνης…».
Ὀφείλομε νά συγχαροῦμε, τέλος, τόν Ἐφημέριο τῆς Ἐνορίας, τόν ἀγαπητό μας π. Νεκτάριο, γιά τήν εὐταξία καί τήν εὐπρέπεια τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, τοῦ Ἱεροῦ ψαλτηρίου καί κυρίως γιά τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη πού δείχνουν στό πρόσωπό του οἱ ἐνορῖτες του.
[widgetkit id=654]