Τήν Ἀκολυθία τῶν Γ΄ Χαιρετισμῶν τῆς ‘Υπεραγίας Θεοτόκου ἐτέλεσε ὀ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ στήν ἀξιοζήλευτη Ἐνορία τῆς Παναγίας τῆς Γαλατίστης, στήν ὁποία διακονεῖ ὁ λαμπρός παπαδάσκαλος Αἰδ. Οἰκ. π. Ἀργύριος Καραμόσχος, ἀκολουθούμενος ἀπό τόν διάκονό του π. Κωνσταντίνο Ἰσαακίδη. Μέσα σ’ἓναν κατάμεστο Ναό πού μοσχοβολοῦσε βυζαντινό ἂρωμα καί ἀπέδιδε ταπεινά τήν ὀρθόδοξη εὐπρέπεια, ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ χάρηκε καί συνέψαλε τούς Ὓμνους πρός τήν Παντάνασσα, γιατί εἶναι γνωστό ὃτι αὐτό τό Βυζαντινό ποίημα, ἀπαύγασμα καί ἀπόηχος τοῦ Ρωμηοῦ τῆς Πόλης τῶν Πόλεων, μιλάει μοναδικά στό ψυχισμό τοῦ νεοέλληνα. Παρόντες ὁ Ἀντιδήμαρχος κ. Ἰωάννης Σιμώνης καί ὁ Πρόεδρος τοῦ Τοπικοῦ Συμβουλίου κ. Ἐμμανουήλ Σειρᾶς, καί οἱ δύο ἐκλεκτά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί εὐσεβέστατα ἂτομα τῆς τοπικῆς κοινωνίας. Νά σημειωθῆ ὃτι ἠ πνευματική δουλειά τοῦ πατρός Ἀργυρίου ἒχει φέρει στήν Ἐκκλησία κυρίως νέο κόσμο, πού τόν χάρηκε παρόντα καί προσευχόμενο ὁ Δεσπότης μας.
Κυρίως ὃμως χάρηκε τήν παρουσία στήν Ἐκκλησία νέων γονιῶν μέ τό ἓνα παιδί στήν ἀγκαλιά καί τά ἂλλα μικρά ἀπ΄τό χέρι νά προσκυνοῦν τή Χάρη Της!
Στό κήρυγμά του ὀ Σεβασμιώτατος ἀπάντησε πρακτικά καί λειτουργικά στό θεολογικό ἐρώτημα, γιατί ἡ Ἐκκλησία μας, μέσα στήν Περίοδο τῆς κατανυκτικῆς καί σεμνῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἐθέσπισε νά ψάλλεται μεγαλόπρεπα ὀ Ἀκάθιστος Ὓμνος τῆς Θεοτόκου, τό δοξαστικό αὐτό τῆς Κυρᾶς τῶν Ἀγγέλων, πού τό συνέθεσε ὁ εὐγνώμων Λαός τῆς Βασιλεύουσας.
Καί ἠ ἀπάντηση, καθώς εἶπε, προσφέρεται καταγεγραμμένη μέσα ἀπό τόν ὑπέροχο αὐτό ὓμνο καί μάλιστα εἶναι ἠ κατάληξις τῆς Γ΄σημερινῆς Στάσεώς του: «Σῶσαι θέλων τόν κόσμον ὁ τῶν ὃλων κοσμήτωρ πρός τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε καί ποιμήν ὑπάρχων ὡς Θεός, δι’ ἡμᾶς ἐφάνη καθ’ ἡμᾶς ἂνθρωπος · ὁμοίῳ γάρ τό ὃμοιον καλέσας, ὡς Θεός ἀκούει· Ἀλληλούϊα.», δηλαδή, « Ἒχοντας προαιώνια βουλή νά σώση τόν κόσμο Αὐτός πού τόν ἒπλασε καί τόν στόλισε, κατέβηκε σ’ αὐτόν αὐτοβούλως, χωρίς νά Τόν καλέσει κανένας· καί ἂν καί ἧταν ὡς Θεός Ποιμένας τῶν πάντων, γιά χάρη μας φανερώθηκε στά ἀνθρώπινα ὡς ἁπλός ἂνθρωπος· καί ἐπειδή, ὂντας καί ἂνθρωπος, κάλεσε πρός σωτηρία τό ἀνθρώπινο Γένος, ὡς Θεός ἀκούει ἀπό τούς εύγνώμονες βροτούς, ἀλληλούϊα, δοξασμένος νά ‘σαι Κύριε καί Θεέ μας!»
«Μ’ ἂλλα λόγια, κατέληξε ό Δεσπότης, ἀπόψε τιμᾶμε καί μεγαλύνουμε τή Θεομάνα ὡς τό παλάτι, ὡς τόν αἱμάτινο μανδύα καί τόν σάρκινο θρόνο τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ! Τῆς λέμε ὃτι ἀξιώθηκε νά γίνη ἡ Πόλις τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ, ὃτι Τοῦ δάνεισε τά κόκκαλα καί τή σάρκα Της, γιά νά μοιάση Ἐκεῖνος ὡς Θεός τέλειος μέ τόν φθαρτό ἂνθρωπο καί νά γίνη νοητός ἀπό τόν ἂνθρωπο. Γι’ αὐτό καί ἀνά τούς αἰῶνες Τήν μεγαλύνουμε ὡς Μάνα τοῦ Σαρκωθέντος στά σπλάγχνα Της Θεοῦ καί ὡς Μάνα τού νέου κόσμου πού προῆλθε ἀπό τίς λαγόνες Της!»
{flickrset}72157707644617845|573|430|142275543@N05|Y{/flickrset}