ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ
Πρός
Τόν Ἱερό Κλῆρο,
Τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες καί
Τόν φιλόχριστο Λαό
τῆς καθ’ Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Ἀδελφοί καί τέκνα μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα, Χριστός Ἀνέστη!
Ξημερώματα Κυριακῆς. Ὄρθρος βαθύς. Τό σκοτάδι ἀπ’ τήν Ἱερουσαλήμ μόλις ἄρχιζε νά διαλύεται, ἀλλά τό σκοτάδι ἀπ’ τίς ψυχές τίς ἀπορφανισμένες τῶν Μυροφόρων καί τῶν Μαθητῶν δέν ἐννοοῦσε νά φύγῃ. Οἱ πρῶτες ζοῦσαν τά διαδραματισθέντα ἐκείνων τῶν ἡμερῶν μέ φορτισμένη τή συνείδηση, ἐνῶ οἱ δεύτεροι τόν φόβο, γιατί ἦταν μαθητές Ἐκείνου. Οἱ πρῶτες ἀγαποῦσαν βαθειά, ἀληθινά, ὅπως μπορεῖ ν’ ἀγαπήσῃ μιά γυναίκα πού πλάστηκε γιά τήν ἀγάπη, ἐνῶ οἱ δεύτεροι συζητοῦσαν τά τοῦ χωρισμοῦ τους. Ἔτσι ἐκεῖνο τό πρωί οἱ Μυροφόρες ἔτρεξαν γιά τόν τάφο, ἐνῶ οἱ Μαθητές “συνηγμένοι” περίμεναν νά ξημερώση, γιά νά λυθῆ τό συμβόλαιο τῆς κοινῆς τους ζωῆς. Στόν τάφο, λοιπόν, οἱ Μαθήτριες, στό ὑπερῶο οἱ Ἀπόστολοι. Ἡ ἀγάπη νά πού καταξιώθηκε ὅμως! Ἀλλόφρονες Ἐκεῖνες ἔτρεχαν στόν κῆπο καί ζητοῦσαν μέ δάκρυα ἀπό τόν “Κηπουρό” νά μάθουν ποῦ “ἔθηκαν” τόν Κύριο, καί ἀκούουν ἀπ’ τόν ἄγγελο «οὐκ ἔστιν ὧδε» καί ἀπό τόν “Κηπουρό” … «Μαρία»!
Εὐλογημένη ἀγάπη, τρανή πίστη!
Οἱ Μυροφόρες πῆγαν στόν τάφο καί συνάντησαν τή Ζωή. Πῆγαν μέ ἀρώματα καί γύρισαν εὐωδιασμένες. Πῆγαν γιά νεκρό καί βρῆκαν Θεό ἀναστημένο. Πῆγαν μέ πόνο καί γύρισαν μέ ἀλλόφρονη χαρά καί πρωτοφανή ἀγαλλίαση. Πῆγαν μαθήτριες καί γύρισαν ἀπόστολοι, κομίζοντας τή χαρμόσυνη εἴδηση στό κατατρομαγμένο ὑπερῶο, ὅπου οἱ Μαθητές ἦταν συγκεντρωμένοι γιά τόν φόβο τῶν Ἰουδαίων.
«Οὐκ ἔστιν ὧδε»! Τί λυτρωτική εἴδηση! Τί χαρμόσυνη ἀγγελία! Ὁ Χριστός δέν ἦταν στόν τάφο. Ὁ Θεός νίκησε τόν Ἅδη. Ὁ θρίαμβος τῆς Ζωῆς. Ὁ θάνατος τοῦ θανάτου. «Οὐκ ἔστιν ὧδε». Ζωηφόρο μήνυμα. Σάλπισμα ἐλπίδας. Χαμόγελο χαρᾶς. Στήριγμα ψυχῆς. Πραγμάτωση ὑποσχέσεως. Λύτρωση τοῦ κόσμου.
Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί καταργήθηκε τοῦ θανάτου τό κράτος. Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε κι ἐλευθερώθηκαν ἀπ’ τά δεσμά οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ. Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί συγχωρήθηκαν ἁμαρτίες γενεῶν ἀτελεύτητων. Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί τοῦ θανάτου ὁ φόβος σέ συναίσθημα νίκης καί λυτρώσεως μεταβλήθηκε. Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε κι ὁ ἄνθρωπος θεώθηκε. Ἔτσι τό συγκλονιστικώτερο γεγονός τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας πού συντελέστηκε στά Ἱεροσόλυμα, στόν τάφο τῆς Ζωῆς, ἀπετέλεσε τήν ἀφετηρία γιά ἕνα καινούργιο τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῆς ἀνθρώπινης τύχης, τῆς ἀνθρώπινης ρότας.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ γιά τίς ψυχές πού τήν δέχονται ἀποτελεῖ τῆς καρδιᾶς τήν ἀναγέννηση καί τῆς ζωῆς τήν καταξίωση, ἀφοῦ μ’ αὐτή συνειδητοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὁ τάφος εἶναι ἡ ἀρχή γιά μιάν “ἀβράδιαστη ἡμέρα” κι ὄχι γιά τό τίποτε τῆς γεννήσεως. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ποτισμένη δύναμη πολλή, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος γκρεμίζει τίς ἀπαισιόδοξες σκέψεις γιά ἕνα ὁριστικό χαμό καί σαλπίζει μήνυμα αἰσιοδοξίας γιά ὅσους τή ζωή «χαμένη στούς τάφους τήν κλαῖνε». Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γιά ὅσους τήν πιστεύουν, δείχνει τόν δρόμο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καί ξεκουράζει τόν στρατοκόπο τῆς γῆς ἀπό τήν ὑπαρξιακή ἀγωνία, ἀφοῦ ὁ δρόμος πρός τόν ἀναστημένο Χριστό κάνει «ἀθάνατο ὅ,τι ἔχει πεθάνει».
«Χριστος Ἀνέστη»! Οἱ τάφοι παίρνουν πιά μιά ἄλλη μορφή. Κάτω ἀπ’ αὐτούς σκεπάζεται ἡ φθορά, ἡ ὕλη, τό φθαρτό σῶμα· ἐνῶ πέρα ἀπ’ αὐτούς, στόν χῶρο τοῦ παντός, φτερουγίζουν οἱ ψυχές πού ἀσφαλῶς ἔχουν καί συνείδηση καί αἴσθηση ἀνάλογη πρός ἐκείνη τῶν ζωντανῶν, ἀπαλλαγμένες ὅμως ἀπό πάθη καί πόθους, ἀπό σμικρότητες κι ἀδυναμίες. Οἱ τάφοι τῆς Ἀναστάσεως, οἱ τάφοι τῆς ζωῆς, φωνάζουν σ’ αὐτούς πού μέ σπαραγμό τούς ἐπισκέπτονται καί πού μέ τόση ὀδύνη ἀφήνουν τά δάκρυα νά μουσκέψουν τό χῶμα πού σκεπάζει τό παιδί, τ’ ἀδέλφια, τόν σύντροφο, τούς γονεῖς: «Τί ζητεῖτε τόν ζῶντα μετά τῶν νεκρῶν;». Γιατί στ’ ἀλήθεια οἱ νεκροί εἴμαστε ἐμεῖς πού θρηνοῦμε, ἀφοῦ ἐμεῖς θά περάσουμε ἀπ’ τόν θάνατο, ἐνῶ αὐτοί, τούς ὁποίους θρηνοῦμε, εἶναι στή χώρα «ἔνθα οὐκ ἔστιν πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος»!
Τά μνήματα τή Μεγάλη Παρασκευή θυμίζουν φθορά, φωνάζουν θάνατο, μυρίζουν σαπίλα, ἐνῶ οἱ τάφοι τῆς Ἀναστάσεως στέλνουν μήνυμα αἰσιοδοξίας, σάλπισμα ἐλπίδας, ἀλλαλαγμό νίκης καί θριάμβου. Ναί ἡ Μεγάλη Παρασκευή, “θρήνου δηλαδή ὁ καιρός”, γιά τόν ἄνθρωπο ἔπαψε Ἐκείνη τή Μεγάλη Παρασκευή, τελείωσε Ἐκείνη τή Μεγάλη Παρασκευή πού ἡ Ζωή κατέβηκε στόν Ἅδη καί πάλεψε ἀντρειωμένα μέ τόν θάνατο, τότε δηλαδή πού τό βασίλειο τῶν νεκρῶν λυτρώθηκε ἀπ’ τῆς φθορᾶς τήν κόλαση κι ἀναστήθηκε μαζί μέ τό «Χριστός Ἀνέστη» ἀπ’ τοῦ θανάτου τό κράτος καί τά βρόχια, τότε πού τά κλεῖθρα τοῦ Ἅδη στέρεψαν. «Οὐκ ἔστιν ὧδε»! Ὁ ἀναστημένος Χριστός, ἀφοῦ ἄφησε στόν τάφο τά νεκροσάβανα «ὡς μαρτύριον τῆς ἀληθοῦς τριημέρου ταφῆς Του», μπῆκε στίς σακάτικες καρδιές ὡς ἀναστημένο πνεῦμα καί δημιούργησε, ἔπλασε τίς ἀναστημένες χριστόμορφες ψυχές καί συνειδήσεις. Γιατί στ’ ἀλήθεια τό μεγαλεῖο τῆς ἀναστάσεως δέν βρίσκεται τόσο στό ἐλπιδοφόρο μήνυμα καί στήν αἰσιόδοξη διαβεβαίωση ὅτι δέν ὑπάρχει θάνατος, οὔτε στό ὅτι καταργήθηκε τό κράτος καί τό κεντρί τοῦ θανάτου κι ἑπομένως «νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος», ἀλλά κυρίως προεκτείνεται στήν ψυχική ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου τοῦ δεμένου μέ τή φθορά καί τή σήψη πού “δουλεύει” στήν ἁμαρτία.
Ἔτσι ἡ Ἁνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν ἔγινε μόνο ἡ «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων», ὅσο ἡ ἀπαρχή τοῦ ἀγώνα γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν καταλυτική φθορά τῆς ἐγωκεντρικῆς παρακοῆς καί τῆς ψυχότροπης ἐνοχῆς. Μέ τήν προέκταση αὐτή τῆς ἀναστάσεως διαπιστώνεται ὅτι πεθαμένες ψυχές ξαναβρίσκουν τή ζωντάνια τους κοντά στόν Χριστό· κουρασμένες καρδιές ξαναχτυποῦν ρυθμικά στόν τόνο τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ· χαμένοι ἄνθρωποι, τῆς ζωῆς οἱ ἄσωτοι, κουρνιάζουν στήν Πατρική, πάντα ἀνοικτή, θερμουργό ἀγκαλιά. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἀνάσταση εἶναι στ’ ἀλήθεια μιά συνέχεια καί μιά συνέπεια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, μέ ἀποτέλεσμα πόρνοι καί ἄσωτοι, κακούργοι καί βλάσφημοι, διῶκτες τοῦ Χριστοῦ καί “Σαούλ” νά γίνωνται πυρφόροι κήρυκες τῆς Ἀληθινῆς καί μοναδικῆς ἐκείνης Ἀναστάσεως καί οἱ «Παῦλοι» τῆς νέας ζωῆς!
«Οὐκ ἔστιν ὧδε»! Ἡ κραυγή τοῦ ἀγγέλου αὐτή γίνεται, λοιπόν, διπλό μήνυμα γιά τούς ἀνθρώπους: «Μηδείς φοβήσθω θάνατον· ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος» καί «Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε»!
Μέ αὐτά τά δύο μηνύματα σάν εὐχή, ἀδελφοί μου, σᾶς εὐαγγελίζομαι γι’ αὐτό τό Πάσχα, γιατί ἀπό μέσα τους σταλάζει ἡ προσδοκία τῶν ψυχῶν, ἀφοῦ κι ὁ φόβος γιά τόν θάνατο ξεπερνιέται καί ἁμαρτίες – ἀστοχίες ζωῆς συγχωροῦνται, ἀρκεῖ βαθειά νά πιστέψη κανείς «οὐκ ἔστιν ὧδε», ἀλλά «Χριστός Ἀνέστη»!
Ἅγιον Πάσχα 2016
Χριστός Ἀνέστη!
Μέ ἀναστάσιμους πατρικούς ἀσπασμούς
† Ὁ Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου
ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ