του Γιάννη Κοκόρη, φιλολόγου
Στο προηγούμενο σχόλιό μας με τον τίτλο «…,αμύνεσθαι περί πάτρης» είχαμε αναφέρει ότι στην έννοια της πατρίδας, εκτός του τόπου γεννήσεως, περιλαμβάνεται ολόκληρη η εθνική, πολιτιστική και πνευματική παράδοση του λαού. Είχαμε ακόμη επισημάνει ότι αίσθηση πατρίδας, με αυτό το ευρύτερο και βαθύ περιεχόμενο, υπάρχει μόνο όπου κυρίαρχος είναι ο λαός και οι πολίτες ελεύθεροι να καθορίζουν και να ρυθμίζουν οι ίδιοι μαζί με τους ηγέτες τους – σπάνιο είδος σήμερα – την πορεία της ζωής τους και να χαράσσουν το μέλλον τους.
Όλα αυτά βέβαια συμβαδίζουν με την πνευματική και ηθική ανύψωση του λαού και προϋποθέτουν άδολο πατριωτισμό, ενεργούς πολίτες και ικανούς ηγέτες. Σε περιόδους γενικευμένης παρακμής και κατάπτωσης του πολιτικού ήθους ο πατριωτισμός ξεπέφτει σε κενή καύχηση και κούφια συνθηματολογία, που χρησιμοποιείται ως μέσο ιδιοτελών επιδιώξεων. Οι παλαιότεροι έχουν ακούσει ασφαλώς για τους μαυραγορίτες της Κατοχής και τους δωσιλόγους συνεργάτες του εχθρού. Αυτοί μετά την απελευθέρωση παρουσιάστηκαν και προβλήθηκαν ως υπερπατριώτες και διεκδίκησαν θέσεις και αξιώματα.
Επιτήδειοι όπως πάντοτε κατόρθωσαν να εισδύσουν στον δημόσιο βίο, αμαυρώνοντας την έννοια του πατριωτισμού.
Και ενώ η πατρίδα παραμένει ύψιστη και σταθερή ηθικοπνευματική αξία, το κράτος δεν στάθηκε πάντοτε ικανό να την ενσαρκώσει, να την εκπροσωπήσει και να την εκφράσει, καθόσον η ποιότητα του κράτους προσδιορίζεται από την ποιότητα και την αξιοσύνη των κρατούντων. Την πατρίδα λοιπόν δεν πρέπει να την ταυτίζουμε με το μίζερο κράτος και τη φαύλη εξουσία. Την πραγματική πατρίδα θα την ψηλαφήσουμε στα κείμενα της λογοτεχνίας μας και ιδιαίτερα στην ποίηση (Σολωμού, Κάλβου, Παλαμά, Ελύτη κ.ά.), καθώς και στον λαϊκό μας πολιτισμό και στην αγάπη των συνελλήνων. (Όσοι έχουν βρεθεί στο Εξωτερικό θα δοκίμασαν το σκίρτημα της καρδιάς, οσάκις άκουσαν ελληνική λαλιά και συνάντησαν συμπατριώτες). Δυστυχώς τα τελευταία 30-35 χρόνια αυτή η πατρίδα διασύρθηκε και χλευάστηκε από τη μόδα του ψευτοπροοδευτισμού και όσοι πατριώτες αντιστάθηκαν χαρακτηρίστηκαν εχθροί της προόδου και επικίνδυνοι. Λαμπρές σελίδες της ελληνικής ιστορίας αφαιρέθηκαν από τα σχολικά βιβλία και άλλες διαστρεβλώθηκαν. Πιστεύουμε ότι η μόδα έχει παρέλθει, ύστερα από την κατάρρευση των μύθων και την προσγείωση στην πραγματικότητα. Η αποκάλυψη της αλήθειας είναι λυτρωτική για όλους και για όσους εχλεύασαν.
Νεώτερη εκτροπή του πατριωτισμού θεωρείται και ο εθνικισμός. Μέχρι τον 19ο αιώνα ο εθνικισμός ταυτιζόταν με τον εθνισμό και δήλωνε την αγάπη προς το έθνος και την πατρίδα. Έκτοτε όμως ο όρος «εθνικισμός – εθνικιστής» χρησιμοποιείται για να προσδώσει αποκλειστική έμφαση στην αξία του έθνους εις βάρος των άλλων αξιών. Κύρια γνωρίσματά του σήμερα είναι ο φανατισμός, η μισαλλοδοξία και προπάντων η ιδιοτέλεια. Σε ατομικό επίπεδο ο εθνικιστής καπηλεύεται τον πατριωτισμό για λόγους συμφεροντολογικούς. Σε περιόδους σκοτεινές υπήρξαν και υπάρχουν άτομα που καπηλεύονται τη φιλοπατρία, επιδιώκοντας ν’ αποκτήσουν πλούτο και δύναμη. Σε κρατικό επίπεδο ο εθνικισμός αποβλέπει στον επεκτατισμό και την εκμετάλλευση των ξένων εθνών. Εύστοχη για την αποσαφήνιση των εννοιών είναι η απάντηση που έδωσε ο πατριδολάτρης ποιητής Κωστής Παλαμάς, όταν στο τέλος μιας ομιλίας του ρωτήθηκε: «Ώστε είσθε εθνικιστής κ. Παλαμά;», – «Όχι, δεν είμαι εθνικιστής, είμαι εθνιστής» (ο όρος όμως δεν καθιερώθηκε στη γλώσσα μας). Ίσως και η Χώρα μας να μπήκε στον πειρασμό κατά τους νεώτερους χρόνους να δοκιμάσει τον εθνικισμό του αστικού κράτους, όπως τον εδίδαξε ο δυτικός διαφωτισμός, πλην όμως προσέκρουσε στην οικουμενικότητα του ελληνισμού, η οποία ήταν και είναι το μόνιμο και σταθερό γνώρισμα της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων από την εποχή του Ισοκράτη. Έτσι δεν υιοθετήθηκε ως επίσημη εθνική μας ιδεολογία. Ας μη λησμονούμε πάντως ότι ο εθνικισμός διαμόρφωνε την πολιτική όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών μέχρι το τέλος 2ου μεγάλου πολέμου και ήταν η κυριότερη αιτία των πολεμικών συρράξεων.
Η μαρξιστική Αριστερά επεχείρησε τον περασμένο αιώνα να υποτάξει τους λαούς στην ιδεολογία του υπαρκτού σοσιαλισμόυ με τη θεωρία του διεθνισμού, με την ανάπτυξη δηλαδή διεθνών σχέσεων, τον παραμερισμό των εθνικών αντιλήψεων και την αλλοτρίωση της εθνικής συνείδησης των λαών. Ο διεθνισμός, θεμελιωμένος στον διαλεκτικό ιστορικό υλισμό, στην μαρξιστική δηλαδή εκδοχή του φιλοσοφικού ιστορικού υλισμού, υπήρξε το κύριο μέσο της προπαγάνδας της Σοβιετικής Ένωσης καθόλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Και παρόλο ότι απέτυχε, όπως απέδειξε η ανασύσταση των εθνικών κρατών της πρώην Σ.Ε., εντούτοις υπάρχουν και σήμερα ένθερμοι υποστηρικτές του στους χώρους κυρίως της «προοδευτικής» διανόησης. Ο κίνδυνος όμως για την πατρίδα μας βρίσκεται αλλού. Έρχεται από εκεί που δεν το περιμέναμε. Πρόκειται για το άλλο παρακλάδι του Ιστορικού Υλισμού, τον καπιταλιστικό διεθνισμό, που ασύδοτος και ανεξέλεγκτος, χωρίς «αντίπαλον δέος» πλέον, απειλεί να ισοπεδώσει τα πάντα. Επιβάλλει σταδιακά τη διεθνιστική ομοιομορφία, ισοπεδώνοντας προς τα κάτω όχι μόνο την οικονομία αλλά και τον πολιτισμό με την παγκοσμιοποιημένη υποκουλτούρα, περιορίζει ελευθερίες και κοινωνικές κατακτήσεις των λαών, φαλκιδεύει δημοκρατικά δικαιώματα, αχρηστεύει εθνικές κυβερνήσεις κ.ά. Είναι η νέα μορφή διεθνισμού, γέννημα του νεοφιλελευθερισμού. Στη χώρα μας πρωτοεμφανίστηκε με την μορφή του «εκσυγχρονισμού» και μεις νομίσαμε ότι πρόκειται για την ανασυγκρότηση του Κράτους και των Υπηρεσιών του. Τίποτα από όλα αυτά. Αποδείχτηκε ότι το πραγματικό νόημα και ο στόχος του εκσυγχρονισμού είναι η προσαρμογή μας στη διεθνιστική ολοκλήρωση, που είναι η παγκοσμιοποίηση. Δικαιώνεται έτσι πανηγυρικά ο Ούγγρος φιλόσοφος και πολιτικός Γκυόργκυ Λούκατς ο οποίος πολύ έγκαιρα, από το 1923 ήδη, είχε καταγγείλει τον ιστορικό υλισμό, οιασδήποτε εκδοχής, με την παροιμιώδη φράση: « Ο Ιστορικός Υλισμός είναι η αυτοσυνειδησία του καπιταλισμού».
Η σοβαρότερη απειλή όμως και ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από τους ίδιους τους Έλληνες, από εκείνους που θεωρούν την πατρίδα απλώς τόπο κατοικίας και την αντιμετωπίζουν ως οικόπεδο που προσφέρεται για αντιπαροχή ή για πώληση. Με αυτή την αντίληψη η πατρίδα ανήκει σ’ αυτούς που μπορούν να την αγοράσουν. Πέρα από την οικονομική πολιτική του νεοφιλελευθερισμού για ιδιωτικοποιήσεις εκείνο που προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία είναι οι συνεχείς και έντονες πιέσεις των εταίρων μας στην Ε.Ε. για επίσπευση των εκποιήσεων του πλούτου και των υποδομών της χώρας μας. Και το ερώτημα το αγωνιώδες είναι: Θα υποκύψουμε στις πιέσεις; Θα τα βγάλουμε όλα στο σφυρί, για να συντηρήσουμε προσωρινά το σαρκίον μας; Η απάντηση είναι μία και μόνη: Θα αντισταθούμε στον νέο διεθνισμό. Στην αναλγησία των αγορών και στην αρπακτικότητα των ισχυρών θα αντιτάξουμε την αλληλεγγύη μας και τη συναντίληψή μας προς τους συμπατριώτες μας, τους συνέλληνες, θα αντιτάξουμε ακόμη τη σθεναρή απόφαση να μη παραδώσουμε την πατρίδα μικρότερη από όση την παραλάβαμε, σύμφωνα με τον γνωστό όρκο των Αθηναίων Εφήβων. Σ’ αυτό είμαστε όλοι ενωμένοι. Πάνω από τις κομματικές παρατάξεις και τις πολιτικές ιδεολογίες είναι η Πατρίδα. Και η πιο μικρή βραχονησίδα του Αγαίου, το πιο μικρό ξερονήσι μας, έχει την ίδια εθνική σημασία όση και η πλατεία Συντάγματος. Θα αντισταθούμε λοιπόν με κάθε ειρηνικό μέσο, θα αντισταθούμε με την ψήφο μας, με τη φωνή μας και τη δύναμη της ψυχής μας. Θα αντισταθούμε με τον πατριωτισμό μας.