Ἡ Ἐνορία Ἁγίας Βαρβάρας Στρατωνίου ἀπό τό 2010 κατέχει ὡς πολύτιμο θησαυρό μία ἐξαιρέτου τέχνης εἰκόνα-ἀντίγραφο τῆς περίπυστης Παναγίας τῆς Γοργοϋπηκόου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Δοχειαρίου καί σεμνύνεται γιά τοῦτο! Φέτος στό πανηγύρι της προσῆλθε προσκυνητής καί ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ.κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ μέ τή συνοδεία του ἀποτελούμενη ἀπό τόν Παν. Ἀρχιμ. π. Γεννάδιο Ντελῆ καί τόν Αἰδ. Πρωτ. π. Μακάριο Ζωνάρα. Τόν Σεβασμιώτατο ὑποδέχτηκαν κατά τή διάρκεια τοῦ Ὂρθρου ὁ ἐκλεκτός Ἐφημέριος τῆς Ἐνορίας Παν. Ἀρχιμ. π. Εὐθύμιος Μαρμαλίδης, πλαισιούμενος ἀπό μεγάλο μέρος τῶν ἐνοριτῶν του μέ ἐπικεφαλῆς τόν τοπικό Πρόεδρο κ. Γεώργιο Βαγιωνᾶ μετά τῶν Συμβούλων του. Προσῆλθαν γιά νά λάβουν τήν εὐλογία τῆς Παναγίας μας ἐπίσης ὁ Δημοτικός Σύμβουλος καί Πρόεδρος τοῦ Λιμενικοῦ Ταμείου κ. Παναγιώτης Μουσλῆς καί ὁ Δημοτικός Σύμβουλος κ. Γεώργιος Λαμπράκης.
Στά ἀγαπητά του πνευματικά παιδιά τοῦ Στρατωνίου ἀπηύθυνε λόγο παρακλητικό ὁ Ποιμενάρχης μας, ὁ ὁποῖος μέ ἀφορμή τό μακαρισμό τῆς Παντοβασίλισσας Μητρός τοῦ Κυρίου ἀπό κάποια γυναίκα τοῦ ὂχλου πού παρακολουθοῦσε τά θεῖα Του λόγια, τά διαφυλαχθέντα στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, περικοπή τοῦ ὁποίου ἀναγινώσκεται κατά τή Θεία Λειτουργία τῆς Ἑορτῆς (Λουκ. ι΄38-42, ια΄27-28 ), προέβαλε τήν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου μας στή γυναίκα αὐτή διευκρινίζοντας: «Ἀληθῶς μακαρία εἶναι ἡ Μητέρα μου, ἀλλά μή λησμονεῖτε, ὃτι μακάριοι κυρίως εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀκοῦνε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν φυλάσσουν, τηρῶντας τον μέχρι κεραίας.» (Λουκ. ια΄,27-28)!
Μ’ἂλλα λόγια, εἶπε ὁ ὁμιλητής, εἶναι ὑπέροχο νά ἀκοῦμε καί νά γνωρίζουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐντρυφῶντας στό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί τήν Παλαιά Διαθήκη, μά πιό μεγάλο καί λαμπρό εἶναι τό νά μετατρέπουμε τά λόγια αὐτά σέ ζωή καί πράξη. Καί ἀλήθεια, στόν πατερικό φιλοκαλικό λόγο ἡ πίστη στόν Θεό παίρνει δημιουργικό καί δυναμικό χαρακτήρα. Δέν ταυτίζεται μέ μιά «καθώς πρέπει» φιλολογία, οὒτε μέ μιά ἀνώδυνη ὁμολογία. Ἀλλά κυρίως ἐκδηλώνεται ὡς κατάφαση στίς ἀρετές, ὡς ἁγιοζωή καί πραγμάτωση τοῦ ἁγιοτριαδικοῦ τρόπου ζωῆς. Ὃποιος ἀγαπάει τόν Θεό, αὐτός καί γνήσια πιστεύει καί μέ ὁσιότητα ἐπιτελεῖ τά ἒργα τῆς πίστεως. Ἐκεῖνος πού ἁπλά καί μόνο πιστεύει καί δέν ἐμφορεῖται ἀπό ἀγάπη, οὒτε κι αὐτή τήν πίστη ἒχει, πού νομίζει πώς ἒχει. Γιατί πιστεύει μέ μιά νοητική ἐλαφρότητα, μή ὠθούμενος ἀπό τό βάρος τῆς δόξης τῆς ἀγάπης, θά μᾶς πῆ ὁ ἃγιος Διάδοχος Φωτικῆς.
«Ἡ χαριτωμένη συζυγία θεωρίας καί πράξεως εἶναι τό δίδαγμα τῶν Πατέρων. Τοῦτο τό κατόρθωσαν συνυφαίνοντας στή ζωή τους τή θεωρία καί τήν πράξη: βίωσαν στήν πράξη τόν Θεό, γι’ αὐτό καί μποροῦν νά μιλοῦν γιά τόν Θεό», κατέληξε ὁ Ἐπίσκοπός μας. «Ἒφτασαν στή “θεωρία” τοῦ Θεοῦ, “εἶδαν” τόν Θεό, γιατί στήν πράξη γνώρισαν τή “Δικαιοσύνη Του”, τά λόγια Του δηλαδή, καί ἒζησαν ἀκέραια τό θέλημά Του! Νά γιατί στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο ἀναφέρεται πώς μετά ἀπό ὁμιλία Του καί ἐνῶ ἦλθαν ἀναζητῶντας Τον ἡ Μητέρα Του καί οἱ νομιζόμενοι ἀδελφοί Του, οἱ Μαθητές Του ἂκουσαν ἐμβρόντητοι ἀπό τό στόμα Του: “Μητέρα μου καί ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοί ἐδῶ, πού ἀκοῦνε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν τηροῦν ἀπαρασάλευτα στή ζωή τους!” (Λουκ. η΄19-21)».
{flickrset}72157716222878986|570|440|155253811@N05|Y{/flickrset}