Στίς 18 τοῦ μηνός Ἰανουαρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ σεμνομεγαλόπρεπα τούς δύο μεγάλους Ἱεράρχες, Πατέρες καί Διδασκάλους της, Ἁγίους Ἀθανάσιο καί Κύριλλο, Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας. Στό Παλαιόκαστρο, λοιπόν, πρός τιμήν τῆς ξυνωρίδος αὐτῆς τῶν Ἁγίων προσῆλθε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ, μέ συνακολούθους του τόν Παν. Ἀρχιμ. π. Χριστόδουλο Στυλιανό καί τόν Διάκονο π. Ἀθανάσιο Σφουγγάρο, πνευματικά τέκνα τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Παν. Ἀρχιμ. π. Ἰγνατίου Ριγανᾶ. Τόν Σεβασμιώτατο καί τή συνοδεία του ὑπεδέχθησαν ὁ Ἐφημέριος τῆς Ἐνορίας Αἰδ. π. Δημήτριος Δημητρίου, μέσα σέ ἕναν ἄκρως εὐπρεπισμένο Ἱερό Ναό, τόν ὁποῖον ἐφρόντισαν ὁ Ἐφημέριος καί τό τοπικό πνευματικό ποίμνιο. Τήν ἡμέρα ἐτίμησαν καί προσῆλθαν προσευχόμενοι, ἐπικεφαλῆς τοῦ εὐλογημένου Λαοῦ ὁ Ἀντιπεριφερειάρχης κ. Ἰωάννης Γιῶργος, οἱ Ἀντιδήμαρχοι κ.κ. Χρῆστος Βορδός καί Δημήτριος Ζαγγίλας καί ὁ Πρόεδρος τοῦ Τοπικοῦ Συμβουλίου κ. Στυλιανός Κωστάρας.
Ὁ Σεβασμιώτατος στήν ὁμιλία του ἔπλεξε τό ἐγκώμιο τῶν σοφῶν ὑπερμάχων τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἐκλέησαν τόν θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας, καθότι διετέλεσαν Ἀρχιεπίσκοποι τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος (295-373), εἶπε ὁ Σεβασμιώτατος, ὡς Διάκονος ἀκόμη ἔλαβε μέρος στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῶν 318 θεοφόρων Πατέρων, πού συνεκλήθη στή Νίκαια τῆς Μ. Ἀσίας τό 325 μ.Χ.. Κατ’ αὐτήν ὁ αἱρεσιάρχης Ἄρειος κατετροπώθη ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες, μέ τόν Ἀθανάσιο νά ἀγωνίζεται γιά τό ὁμοούσιο τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Κατά τά 45 χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του ἐστήριξε τήν Ἐκκλησία παντοιοτρόπως, προσφέροντας “τό πλέον καί πλεῖον” τῆς ἁγιοεμπειρίας του, ὡς ἀπότοκο ἑνός ἀνθρώπου πού προοδευτικῶς ὡδηγεῖτο στή θέωση, μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τή δική του ἁγιοζωή καί τήν προσφορά του στή θεολογία. Ἐδῶ ὁ Σεβασμιώτατος ἔκανε εἰδική μνεία γιά τά ἔργα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, τά θεολογικά, τίς ἐπιστολές, πού πλημμυρίζουν μέ χάρη τή γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας, κάνοντας μάλιστα ἀναφορά στήν ὁμιλία του “Περί τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ”, περίφημο δοκίμιο τοῦ Ἁγίου πού ὡς φοιτητής ὁ Ἐπίσκοπός μας ἐδιδάχθη ἑρμηνευτικῶς στή γεραρά Θεολογική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν, παρά τοῦ ἀειμνήστου διδασκάλου του καθηγητοῦ Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου. Ἐδῶ ὑπενθύμισε ὅτι ὁ Ἅγιος ἐξωρίστηκε, καταδιώχθηκε, ἔμεινε σχεδόν μόνος στήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά μένοντας στερρός στήν πίστη του ἀνεδείχθη στῦλος τῆς ἀλήθειας ἄκαμπτος.
Ἐπίσης ὁ ὁμιλητής ἀνεφέρθη στόν Ἅγιο Κύριλλο (375-444), ὁ ὁποῖος ἔλαβε μέρος στή Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῶν 260 Ἁγίων Πατέρων, πού συνεκλήθη στά χρόνια τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ στά 430 μ.Χ. στήν Ἔφεσσο τῆς Μ. Ἀσίας. Ἐδῶ, οἱ αἱρετικοί Νεστόριος καί Σαβέλλιος, συνετάραξαν κατ’ ἄνθρωπον τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, βλάσφημα διακηρύσσοντας ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ὀφείλει νά ἀποκαλεῖται Χριστοτόκος, χωρίζοντας ἔτσι τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Μέ πρόσχημα τήν Κυρία Θεοτόκο καί πάλι ἡ μῆνις ἐναντίον τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ μας. Μοναδικό καί σπουδαῖο ρόλο ἐναντίον τοῦ μονοφυσιτισμοῦ ἔπαιξαν οἱ ἁγιοπνευματικοί λόγοι καί τά συγγράμματα τοῦ Κυρίλλου καί φυσικά ἐστερέωσαν τήν Ἐκκλησία οἱ ὑπέροχες Κατηχήσεις του.
Συνεχίζοντας ὁ Σεβασμιώτατος παρετήρησε ὅτι οἱ δύο μεγάλοι αὐτοί Πατέρες, ὅπως καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὑπῆρξαν τά ἀλάνθαστα στόματα τῆς Ὀρθοδοξίας καί οἱ ἀπλανεῖς ὁδηγοί της, γιατί εἶδαν τή θέωση ὡς πορεία ἀπό ἀρετή σέ ἀρετή, ἀπό τελειότητα σέ τελειότητα καί κυρίως τή βίωσαν ὡς χαρισματική μεταμόρφωση ἀπό δόξα σέ δόξα μέ τήν αὔρα τοῦ Πνεύματος τοῦ Κυρίου νά τούς ἐπισκιάζη. Πάσχοντας τήν πνευματική ζωή, δέν ἔκαναν ἅλματα, δέν ἔπεσαν σέ ἀνόητες ἐκστάσεις, δέν κατεσκεύασαν κλειστά κυκλώματα τελειότητας ἢ σοφίας, ἀλλά ἀκολούθησαν μιά προοδευτική καί ἐπίπονη πορεία ἁγιασμοῦ, ἀπέκτησαν τήν ἐμπειρία μιᾶς ἀτελεύτητης ἀνόδου, μιᾶς σταθερῆς αὐξήσεως, βιώνοντας τήν πνευματική πρόοδο ὡς ἄβυσσο ταπεινώσεως, ὡς μιά κίνηση μαθητείας “ἐν ὑπακοῇ” μέσα στή χάρη καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ ψυχές αὐτές ἀγάπησαν τόν Θεό, ἐβίωσαν τήν παρουσία Του, γεύτηκαν τήν ἁγιοζωή, γιά αὐτό ὑπερέβησαν τίς ἀνθρώπινες δυνατότητες. Καί τοῦτο γιατί ὁ θεούμενος ἄνθρωπος «ὑπερβαίνει τή φύση του καί γίνεται ἀπό θνητός ἀθάνατος, ἀπό φθαρτός ἄφθαρτος, ἀπό ἐφήμερος ἀΐδιος, ἀπό ἄνθρωπος πραγματικός κατά χάριν θεός», (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης). Τό πέτυχαν αὐτό ζώντας τή γεύση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁδίτης καί ἀναζητητής, ἕνα προωπικό ὄν πού ἀδιάκοπα πορεύεται καί ἀσκεῖται, πού στρατεύεται καί ἀγωνίζεται, πού τείνει πρός τήν τελειότητα ἢ τή θέωση καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ, πού με τήν ἄσκηση τῆς ἐλευθερίας μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ, καλεῖται νά ἐπιστρέψη ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἔπεσε.
Καί κατέληξε ὁ Σεβασμιώτατος: «Στίς δύσκολες ὧρες της ἡ Ἐκκλησία ἀνέδειξε στόματα καί πνεύματα μεγάλα, πού ἡ Ἁγιοτριαδική Χάρη διάλεξε νά γίνουν τά Κεφάλαιά της. Αὐτά τά στόματα ἀποστόμωσαν τίς αἱρέσεις καί τούς αἱρετικούς καί ἐγκρέμισαν ὅλες τίς προσπάθειες διαρρήξεως τοῦ ἄρραφου χιτῶνος τῆς Ἀλήθειας τοῦ Κυρίου μας. Μήπως ἡ Θεολογία σήμερα ὀφείλει νά ἀντιληφθῆ ὅτι πρέπει νά παράγη ἁγίους, νά γεννᾶ ἁγίους ὥστε ἡ Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μας νά παραμένη ἀπαράτρεπτη; Παράδειγμα οἱ Ἅγιοι Ἀθανάσιος καί Κύριλλος, οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἀλεξανδρείας!»
{flickrset}72177720296052084|573|430|155253811@N05|Y{/flickrset}