ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
Ἐψηφισμένος Μητροπολίτης
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου
ΤΡΙΠΟΛΙΣ 2012
Μακαριώτατε πάτερ καί Δέσποτα,
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα ἅγιε Κασσανδρείας κ. ΝΙΚΟΔΗΜΕ, Τοποτηρητά τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους & Ἀρδαμερίου,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
εὐλαβέστατοι ἀδελφοί Συμπρεσβύτεροι καί Διάκονοι,
ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές,
ἐντιμότατοι Ἀρχοντές μας,
Λαέ τοῦ Κυρίου εὐλογημένε,
τήν ὥρα αὐτή τήν ἱερή πού ὁ ὁμιλῶν ζῆ ὑπαρξιακά τό θαῦμα τῆς μεταβολῆς τοῦ σεπτοῦ τούτου ἱεροῦ Ναοῦ σέ εἰκόνα καί ἀντίτυπο τοῦ «ἀνωγαίου» τῆς Πεντηκοστῆς, ἔχει ἀνάγκη νά προβῆ σέ μιά ἐξομολόγηση: τρέμει ἡ ψυχή μου καί κλυδωνίζεται ἡ ὑπόστασή μου. Ἀναζητῶ μιά βακτηρία ἱκανή ν’ἀκουμπήσω γιά νά διαβῶ τά σκαλοπάτια τοῦ Θυσιαστηρίου καί νά εἰσέλθω στόν σεπτό χῶρο τοῦ τρίτου βαθμοῦ τῆς Ἱερωσύνης.
Λοιπόν, ζητῶ Ἐκεῖνον, τόν Ἕνα• «Μή ὅν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου εἴδετε;» (Ἆσμα Ἀσμ.γ’ 3), κράζει ἡ καρδιά μου καί συνάμα βοᾶ λέγουσα• «Ἀναστήσομαι δή…καί ζητήσω ὅν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου» (Ἆσμα Ἀσμ.γ’ 2). Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ-μιά ἀσίγαστη πείνα καί δίψα- σάν μιά ἀκένωτη ἀνάγκη πληρώσεως, μᾶς ἀκολουθεῖ στίς μοναδικές καί σημαντικές στιγμές μας. Κι Ἐκεῖνος, ὁ Θεῖος Καλλιτέχνης, τοῦ Ὁποίου παραμένομε ἀπαραμόρφωτες εἰκόνες, ἔστω καί βουτηγμένες στή λάσπη τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, ἁπλώνει σωστικά τό χέρι• κι ἀπ’ τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ πετυχαίνοντας τή Θεία αὐτή «ἁρπαγή», ἀνταποκρίνεται στό κάλεσμα τοῦ τέκνου Του καί σπογγίζει τό δάκρυ καί φευγατίζεται ἡ ἀπόγνωση κι ὁ τρόμος. Εἶναι ἡ ὥρα πού ἡ γλώσσα ψελλίζει χριστονοσταλγικά: «Ἐκράτησα αὐτόν καί οὐκ ἀφήσω αὐτόν», «ὅτι τετρωμένη ἀγάπης εἰμί ἐγώ» (Ἆσμα Ἀσμ. γ’ 4 καί ε’ 8).
Ὁ λόγος γιά τό βίωμα τοῦ μεγαλείου τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης πού ἡ Ὀρθοδοξία ζῆ ὡς τήν ὑψίστη δωρεά, πού ἀνυψώνει σέ σύναξη ἀθανάτων τήν ὅλη ἱερή Σύναξη τῶν πιστῶν. Ἡ Ἐκκλησία μαρτυρεῖ ὅτι ἡ ἱερατική ἐξουσία ἐμφυσήθηκε ἀπό τόν Χριστό στούς δώδεκα Ἀποστόλους καί ἡ καταγωγή της εἶναι ἀμιγῶς θεία. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος πού εἶπε: «…δίδωμι ὑμῖν ἐξουσίαν…» (Λουκ. ι’ 19), εἶναι ὁ Ἴδιος πού εἶπε στούς Δώδεκα: «οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ’ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καί ἔθηκα ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καί καρπόν φέρητε…» (Ἰωάν. ιε’ 16).
Ἑρμηνεύοντας τή Θεία Λειτουργία ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας σημειώνει: «…ἡ Χάρη εἶναι αὐτή πού ἁγιάζει…αὐτός δέ πού κάθε φορά ἱερουργεῖ εἶναι ὑπηρέτης της. Γιατί τίποτε δέν προσφέρει δικό του, οὔτε τολμάει νά πράξη ἤ νά πῆ κάτι προερχόμενο ἀπό τήν κρίση καί τούς λογισμούς του• ἀλλά μόνο ἐκεῖνα πού παρέλαβε ἄνωθεν, εἴτε εἶναι πράγμα, εἴτε λόγος, εἴτε ἔργο, κατά τόν τρόπο πού τοῦ παραγγέλθηκε καί τό παρέλαβε, ἔτσι καί τά προσφέρει στόν Θεό.
Τοῦτο τό γεγονός τό ζῆ κυρίως ὡς πλήρωμα ὁ χειροτονούμενος. Βλέπει τά πάντα γύρω του νά ἀλλοιώνωνται, νά παίρνουν παράξενη θωριά καί ἀνερμήνευτη ὄψη. Κυριολεκτικά ζῆ μιά μεταμόρφωση τήν ὥρα πού ἡ Ἱερωσύνη σκηνώνει μέσα του καί τόν καθιστᾶ ἁγιοπότηρο ἕτοιμο νά δεχθῆ τόν Θεῖο Μαργαρίτη. «Κι ἐσύ», καταγράφεται στό Εἰσοδικό τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου «ζῆς τήν ἐμπειρία τοῦ ψυχορραγοῦντος καί τό σπαρτάρισμα τοῦ ἀρτιγέννητου. Εἶσαι νεκρός καί ζωντανός. Ἀνύπαρκτος καί παντοδύναμος. Πέφτεις στό κενό, καταποντίζεσαι καί πλημμυρίζεις ζωή, φτάνεις στήν αἴσθηση τῆς αἰωνίου παρουσίας Του».
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος κατά την ὥρα τῆς εἰς πρεσβύτερον χειροτονίας του ζῶντας τό πνεῦμα τοῦτο τό σεμνομεγαλόπρεπο τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης, διερωτᾶται: «Ἄραγε νά εἶναι ἀληθινά ὅσα συμβαίνουν γύρω μας; Κι ὄντως εἶναι πραγματικά ὅσα ἔγιναν καί δέν ἔχουμε ἐξαπατηθῆ; Οὔτε εἶναι ὄνειρα καί φαντασίες τῆς νύχτας τά γεγονότα αὐτά, ἀλλά πράγματι συμβαίνουν ἡμέρα, κι ὅλοι εἴμαστε ξύπνιοι; Καί ποιός θα μποροῦσε νά πιστέψη, ὅτι ἄν καί εἶναι ἡμέρα κι οἱ ἄνθρωποι βρίσκωνται σέ ἐγρήγορση κι ἔχουν καθαρό τό μυαλό, παρ’ ὅλα αὐτά ἕνας ἄνθρωπος τόσο μικρός, εὐτελής κι ἀσήμαντος ἀνῆλθε σέ τόσο μεγάλο ὕψος ἐξουσίας;»
Ὁ λόγος βέβαια γιά τόν γνήσιο ποιμένα καί τήν γνήσια θυσιαστική, πνευματική του ἐξουσία, γιά τόν ποιμένα «πού ὡς πρωτοκορυφαῖος κριός μεγάλης ποίμνης, εἶναι ἑτοιμασμένος γιά προσφορά καί ὁλοκαύτωμα ἀποδεκτό ἀπό τόν Θεό», ὡς ἀναφέρεται στό Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου.
Γιατί ποτέ ὁ κληρικός καί μάλιστα ὁ Ἐπίσκοπος δέν γίνεται ἀξιωματοῦχος, πού τοῦ χρωστοῦν οἱ ἄλλοι τιμές καί δόξες καί ὑποταγή. Δέν εἶναι ἀφέντης καί κυβερνήτης μέ κοσμική ἐξουσία καί σατραπική νοοτροπία. Εἶναι ὁ πατέρας, ὁ ἀδελφός, ὁ διδάσκαλος κι ὁ ποιμένας. Εἶναι ὁ κοινός πατέρας ὁλάκερης τῆς οἰκουμένης, πού μεριμνᾶ γιά ὅλους, ὅπως κι ὁ Θεός, τόν Ὁποῖο διακονεῖ, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο.
Ἰδίως ὁ λόγος τοῦ Ἐπισκόπου πηγάζει ἀπό τήν Εὐχαριστία, ἀπό τή φλεγόμενη Βάτο τῆς Ἁγιοτριαδικῆς παρουσίας καί Χάριτος, ἀπό τήν ταπεινή Φάτνη κι ἀπ’ τή μωρία τοῦ Σταυροῦ, κι ὄχι ἀπ’ τήν ἀδύναμη ἐγκοσμιοκρατία καί τόν ὠφελιμισμό τῆς πολυπλόκαμης ἐπαρμένης ἐξουσίας πού γνωρίζει νά καταδυναστεύη καί νά καταχρᾶται ὅ,τι ἀνθρώπινο κι ἀκόμα ὅ,τι ἱερό. «Γιατί ἐδῶ δέν γίνεται λόγος γιά στρατηγικά ἤ βασιλικά ἀξιώματα, ἀλλά γιά πράγμα πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό τό ὕψος τῆς ἀγγελικῆς ἀρετῆς. γιατί ἡ ψυχή τοῦ ἱερέα πρέπει νά εἶναι λαμπρότερη κι ἀπ’ αὐτές τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, ὥστε ποτέ νά μήν τόν ἀφήνη ἔρημο, τό Ἅγιο Πνεῦμα˙ γιά νά μπορεῖ νά λέη “δέν ζῶ ἐγώ, ἀλλά μέσα μου ζῆ ὁ Χριστός”», διευκρινίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος.
Ἄς μή γελιώμαστε˙ ὁ Ἐπίσκοπος καλεῖται στή μόνωση τοῦ κελλιοῦ του νά λειτουργῆ καί νά δοξολογῆ τόν Θεό καί νά διακονῆ τόν λαό, ἀποβαίνοντας ἔτσι μάρτυρας καί ὁμολογητής τόσο τοῦ θαύματος τῆς Σαρκώσεως, τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Λόγου, ὅσο καί τοῦ θαύματος τοῦ ἁγιασμοῦ, τῆς ἐνχριστώσεως δηλαδή τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Κήρυκας, ἐργάτης καί μάρτυρας ἑνός θαύματος, τῆς θεώσεως ἀνθρώπου καί κόσμου, τῆς ἀναπλάσεως καί ἀναγεννήσεως τῶν ἀνθρώπων μέχρι τή συντέλεια τοῦ αἰῶνος, μέ τήν ἐνέργεια καί τή δύναμη τοῦ τά πάντα ἐπιτελοῦντος Ἁγίου Πνεύματος.
Γιά νά γίνεται εἰσακουστός ὁ λόγος του, λοιπόν, ὀφείλει νά ζῆ στό ἔπακρον τήν πνευματική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἐργασία του εἶναι ἡ πνευματική ζωή. Ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ, αὐτό εἶναι ἡ πνευματική ζωή, γιατί ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μίμηση Θεοῦ. Καί ἡ ὁμοίωση μέ τόν Θεό πραγματοποιεῖται μέ τήν ὁμοίωση πρός τόν Χριστό. Εἶναι μιά ἀδιάκοπη πορεία πρός τήν τελειότητα, πρός τόν Χριστό, δηλαδή. Κάθε ἄλλη ἐπιλογή, θαρροῦμε, πώς δικαιώνει τόν Μαχάτμα Γκάντι πού εἶπε: «Ἀγαπῶ τόν Χριστό, ἀλλά δέν ἀγαπῶ τούς Χριστιανούς, γιατί δέν μοιάζουν μέ τόν Χριστό!».
Τά λόγια τοῦ Θεοῦ δέν γίνονται εἰσακουστά ἀπό τόν σημερινό μέσο ἄνθρωπο, ἄν καί κηρύσσωνται ἀπό πολλούς καί σχεδόν παντοῦ, γιατί ὑπάρχει ἀναντιστοιχία μεταξύ λόγων καί ἔργων ἐκείνων πού τά κηρύσσομε. «Οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ», γράφει ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «ὅταν προφέρωνται μόνο ὡς γυμνά λόγια, δέν εἰσακούονται, γιατί δέν ἔχουν ὡς ἦχο τήν πράξη αὐτῶν πού τούς λένε. Ἄν ὅμως λέγωνται μέ τή φωνή τῆς πράξεως τῶν ἐντολῶν, τότε κάνουν καί τούς δαίμονες νά λιώνουν μέ τή φωνή αὐτή καί τούς ἀνθρώπους νά οἰκοδομοῦν πρόθυμα τόν Θεῖο ναό τῆς καρδιᾶς μέ τήν προκοπή στά ἔργα τῆς δικαιοσύνης».
Στόχος τῆς Ἐκκλησίας, ἄραγε ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου, εἶναι ἡ μεταμόρφωση τοῦ προσώπου καί τῶν προσωπικῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ δρῶντος μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης θά γράψη: «Πάσας τάς μεθηλικιώσεις τάς ἐν Χριστῷ φθάσαι πᾶς τις ὀφείλει ὁ βαπτισθείς ἐν Χριστῷ», ὅλες τίς πνευματικές ὡριμάνσεις πού ἀποκαλύφθηκαν στό πρόσωπο καί μέ τό ἦθος τοῦ Χριστοῦ ὀφείλει νά φθάση ὁ βαπτισμένος στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Καί συνεχίζει ὁ ὅσιος Μεθόδιος Ὀλύμπου: «Ὥστε μέσα στόν καθένα νοερά νά γεννηθῆ ὁ Χριστός. Ἄλλωστε γιά τοῦτο ἡ Ἐκκλησία σπαργανώνεται καί ὑποφέρει τίς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ μέχρις ὅτου ὁ Χριστός νά γεννηθῆ καί νά μορφωθῆ μέσα μας, καί καθένας ἀπό μᾶς, ἐπειδή εἶναι μέτοχος Χριστοῦ, νά γεννηθῆ καί νά γίνη Χριστός, ἔτσι ὥστε νά γίνουν Χριστοί, ὅσοι βαπτίστηκαν στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο πολιτευομένη ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἀποκαλύπτη, ἀλλά καί νά πείθη τόν κόσμο, περισσότερο μέ τό βίωμα καί λιγότερο μέ τούς λόγους της, ὅτι «δέν ὑποτάσσεται ὁ Θεός στά γεγονότα, ἀλλά τά γεγονότα ὑποτάσσονται στόν Θεό καί τά πάντα ἐξυπηρετοῦν τό θέλημά Του», κατά τόν ἅγιο Εἰρηναῖο.
Αὐτά ἔχοντας στήν ψυχή καί τά χείλη Μακαριώτατε, γιά τήν Ἱερωσύνη καί ἀφοῦ ὡς Ἐξομολόγηση Ἱερά σκιαγράφησα τά συναισθήματά μου, ὡς τέκνο σας ἁπλό καί ταπεινό, ἐπιθυμῶ, πρίν προσπέσω στά Ἄχραντα πόδια τοῦ Κυρίου καί ἀπό τά σεπτά Σας χέρια λάβω τόν τρίτο τῆς Ἱερωσύνης βαθμό, νά ἐκφράσω τίς εὐχαριστίες μου σ’ ὅ,τι πιό ἱερό καί μεγάλο ἀπήλαυσα στή ζωή μου.
Προσκυνῶ καί δοξάζω τόν Τριαδικό Θεό καί Πλάστη μου, πού ἐμένα τόν ἀχρεῖο πλούτισε μέ τίς ἀκένωτες δωρεές Του καί μέ ἀξίωσε νά ἀναδειχθῶ ἐλάχιστος Διάκονός Του. «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον».
Ἀσπάζομαι τό ἄχραντο χέρι Ἐκείνης πού βάσταξε τόν Κύριο, τό χέρι τῆς Κυρίας τῶν ἀγγέλων καί Μητέρας τοῦ κόσμου, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Ἕλωνας, τῆς Μαλεβῆς, τῆς Γοργοεπηκόου Νεστάνης, τῆς Γερόντισσας τοῦ Ἁγιώνυμου Ὄρους.
Ὑμνολογῶ καί τιμῶ τόν Μεγολομάρτυρα τοῦ Κυρίου Δημήτριο, στόν Ἱερό Ναό τοῦ ὁποίου ἐδῶ στήν ἡρωοτόκο Ντροπολιτσά μεγάλωσα, ξαναγεννήθηκα καί δέχθηκα τούς δύο πρώτους τῆς Ἱερωσύνης βαθμούς.
Προσκυνῶ καί γεραίρω τούς Νεομάρτυρες τοῦ Κυρίου Δημήτριο καί Παῦλο, Πολιούχους Τριπόλεως, στήν ἀγκαλιά τῶν ὁποίων γαλουχήθηκα καί στερεώθηκα στήν πίστη.
Μεγαλύνω τόν ἅγιο ἔνδοξο Μάρτυρα Θεόκλητο, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου φέρω ὁ ἀνάξιος καί πάντας τούς Ἁγίους.
Μετά τόν Κύριο τῶν Δυνάμεων καί τούς Ἁγίους Του, εὐχαριστῶ Σᾶς Μακαριώτατε. Σᾶς γνώρισα, παιδί σχεδόν, ὡς σεπτό Ποιμενάρχη Θηβῶν καί Λεβαδείας, φίλο καρδιακό τοῦ Γέροντός μου Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Ἁπλός, ταπεινός, λιτός, ἀνθρώπινος, μέ λιπαρή τήν σοφία καί τίς δεξιότητες, πηδαλιουχεῖτε σήμερα τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας μας σέ καιρούς δίσεκτους καί πονηρούς, πρός δόξαν Θεοῦ καί στηριγμό τοῦ Λαοῦ. Δαπανᾶσθε καί λιώνετε γιά τόν κόσμο πού πεινᾶ καί διψᾶ πνευματικά καί σέ ἱκανό ποσοστό καί ὑλικά. Σᾶς εὐγνωμονῶ γιά τό χέρι πού μοῦ δώσατε, γιατί στηρίξατε καί εὐλογήσατε τήν ὑποψηφιότητά μου γιά τήν ὑψηλή θέση τοῦ Ἐπισκόπου Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου. Παρακαλῶ τόν Θεό γρανιτένια νά Σᾶς δίδη ὑγεία καί νά καταυγάζη τόν Ἀρχιεπισκοπικό Σας θρόνο «φωτί τῷ ἀκτίστῳ καί ζωοποιῷ».
Τόν σεπτό Γέροντά μου, τόν λαμπρό Μητροπολίτη Μαντινείας καί Κυνουρίας κ. κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ εὐχαριστῶ. Τόν λυγερόκορμο καί λεβεντόψυχο Μωραΐτικο πλάτανο, κάτω ἀπό τή ζείδωρη αὔρα τοῦ ὁποίου ἀναπαύονται καί δροσίζονται πολλοί. Ὁμολογῶ εἰλικρινῶς ὅτι δέν θά ἀπολάμβανα τήν ἡμέρα καί τήν ὥρα αὐτή, ἄν ὁ ἅγιος Μαντινείας δέν μέ στήριζε μέ τή βακτηρία του. Στιβαρός στή διοίκηση, δωρικός στίς ἐπιλογές, θαρραλέος μπροστά στίς προκλήσεις, ἀγέρωχος στήν ὐπεράσπιση τῶν δικαίων τῆς Ἐκκλησίας, ἀταλάντευτος καί ἀπαθής μπροστά ἀπό τό κόστος τῶν ἐπιλογῶν του. Μ’ ἕνα λόγο˙ ὁ ἄνθρωπος μέ τό ἕνα πρόσωπο ἔναντι ὅλων, χωρίς προσωπεῖο, ἀληθινός πέρα γιά πέρα καί ἐνδόψυχα πατέρας. Σᾶς εὐγνωμονῶ, Σεβασμιώτατε, γιά τίς θυσίες Σας καί ἀνακράζω: «Τί σοι δῶρον προσάξω, ἀνθ’ ὧνπερ ἀπήλαυσα;»
Εὐχαριστῶ τήν ἁγιόλεκτο χορεία τῶν σεπτῶν Ἱεραρχῶν, τῶν συγκροτούντων τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού μέ ἔφτασε σ’ αὐτό τό σκαλοπάτι, προσφέροντάς μου τήν τιμία ψῆφο της. Ἐξαιρέτως εὐχαριστῶ τούς ἁγίους Ἀρχιερεῖς πού σήμερα λαμβάνουν μέρος ὡς τίμιοι Λειτουργοί στή χαρά μου.
Εὐχαριστῶ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη ἅγιο Σύρου, Τήνου, Ἄνδρου, Κέας καί Μήλου κ.κ. ΔΩΡΟΘΕΟ, τόν συμφοιτητή μου. Στά ἴδια ἕδρανα τῆς γεραρᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν σπουδάσαμε τήν Ἱερά Ἐπιστήμη. Δυό ἄνθρωποι, μιά ψυχή, «ἱερά ξυνορίδα», ὅπως μᾶς ἀποκαλοῦσε ὁ ἀείμνηστος καθηγητής μας, ὁ πολύς Στυλιανός Παπαδόπουλος.
Τόν ἅγιο Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ εὐχαριστῶ. Τόν ἀδελφό μου, τόν φίλο καί συνιεροκήρυκα ἐδῶ στήν Μαντινεία καί Κυνουρία, τήν ἄλλη πλευρά τοῦ ἑαυτοῦ μου. «Δημήτριο καί Παῦλο», ἅγιε Πατρῶν μᾶς ἀποκαλοῦσαν στήν Τρίπολη γιά τήν ἐκλεκτή συνεργασία μας. Ἔτσι ἐπιθυμῶ νά συνεχίσωμε.
Στόν ἐπίσης συμφοιτητή μου ἅγιον Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ.κ. ΔΑΝΙΗΛ, ὀφείλω χάριτας, τόσο γιά τήν ἀμέριστη συμπαράστασή του στό παρελθόν, ὅσο καί τήν ἀγωνία του γιά τό πρόσωπό μου στό παρόν.
Εὐχαριστῶ ἀπό τήν καρδιά μου τόν Ἱερό Κλῆρο τῆς ἱστορικῆς καί ἁγιοτόκου Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως, τῆς Μαντινείας καί τῆς Κυνουρίας, τούς ἀδελφούς μου, τό καμάρι μου, τό καύχημά μου, ὡς καί τίς ἀνδρῶες καί γυναικεῖες ἀδελφότητες τῶν Ἱερῶν μας Μονῶν, τῶν ἐπονομαζομένων ἅγιον Ὄρος τῆς Πελοποννήσου.
Ἐξαιρέτως εὐχαριστῶ τήν γεραρά Μονή τοῦ ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν, τόν Καθηγούμενο καί τήν ἀδελφότητά της, Μονή τῆς ὁποίας ἀδελφός τυγχάνω.
Εὐχαριστῶ τούς ἀδελφούς μου Κληρικούς καί λαϊκούς πού στελεχώνουν τά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως καί κυρίως τόν Γενικό μας Ἀρχιερατικό Ἐπίτροπο, Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη Θεόκλητο Ντούλια, γιά τήν συμπαράστασή του στό πρόσωπό μου. Συνεργαστήκαμε ὅλοι ἄψογα˙ καί ἄν κάπου ἄθελά μου, κατά τήν ἄσκηση τοῦ διοικητικοῦ ἔργου μας τούς ἐπίκρανα ἤ τούς ἀδίκησα τούς ζητῶ νά μέ συγχωρήσουν.
Εὐχαριστῶ τόν Ἱερατικό Προϊστάμενο, τό περί αὐτόν Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο, τούς Ἐφημερίους, τούς Ἱεροψάλτες καί ὅσους διακονοῦν στόν πάγκαλο Ἱερό Μητροπολιτικό τοῦτο Ναό, ὡς καί τούς Ἱεροψάλτες καί τούς κοπιῶντες γιά τήν εὐπρέπεια τῶν Ἱερῶν Ναῶν καί Μονῶν ὁλόκληρης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Εὐχαριστῶ τόν λεοντόκαρδο Λαό τῆς Τριπόλεως, ὡς καί ὁλόκληρης τῆς Μαντινείας καί τῆς Κυνουρίας, τόν ἀφιερωμένο στόν Θεό καί πιστό στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Λαό πού ἀπό τά πρῶτα βήματά μου μέ ἀγκάλιασε, μέ στήριξε, μέ ἀνέβασε, μέ ἀγάπησε σάν παιδί του. Θέλω νά μείνω παιδί σας, καμάρι σας, δικό σας ἄνθρωπος.
Εὐχαριστῶ τά νειάτα, τά παιδιά τούτου τοῦ τόπου μέ τά ἀνοιχτά μυαλά, πού κουβαλοῦνε Χριστό κι Ἑλλάδα καί κυρίως τά πνευματικά μου παιδιά πού σάν ἔνδυμα ἱερό καί κόσμημα λαμπρύνουν τό ἐπιτραχήλιό μου.
Τούς ἄρχοντες τοῦ τόπου εὐχαριστῶ ὅλων τῶν βαθμίδων, ὅλες τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες. Συνεργάστηκα μαζί τους ἄδολα, χάριν τοῦ Λαοῦ καί πρός δόξαν Θεοῦ, χωρίς διακρίσεις, ὥστε «ἐν τῇ γαλήνῃ αὐτῶν, ἤρεμον καί ἡσύχιον βίον διάγωμεν».
Εὐχαριστῶ τούς διδασκάλους μου, τούς καθηγητές μου τῆς Μέσης Ἐκπαιδεύσεως καί τούς ἐλλογιμώτατους καθηγητές τῆς τροφοῦ μας κατά τήν ἐπιστήμη καί τό πίστευμα Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, πού μύησαν καί ἐμέ στήν ἱερά γνώση καί ἐμπειρία.
Εὐχαριστῶ ἐξαιρέτως τά Ἐκκλησιαστικά Συμβούλια καί τό πεφιλημένο πλήρωμα τῶν Ἐνοριῶν Καλτεζῶν, Κουβελίων καί Μαυρογιάννη, πού ὁ Κύριος μέ ἔταξε παραλλήλως μέ τά ἱεροκηρυκτικά καί διοικητικά μου καθήκοντα ὡς Πρωτοσυγκέλλου νά διακονήσω ἀπό τό 1996 μέχρι σήμερα. Τούς ἔδωσα τό χέρι μου, μοῦ ἄνοιξαν τίς οἰκίες τους καί τίς καρδιές τους, χωρίς ἐξαίρεση. Θά τούς εὐγνωμονῶ μέχρι τά γεράματά μου καί θά τούς μνημονεύω ἕναν πρός ἕναν στό ἱερό Θυσιαστήριο.
Εὐχαριστῶ τήν πολυαγαπημένη ἀδελφή μου Ρεβέκκα, τόν μοναδικό ἄνθρωπο πού ἀπέμεινε δίπλα μου μέ αἷμα δικό μου, τήν ἀνάσα μου, τήν ἀπαντοχή, τήν ἐλπίδα μου, τό ἀποκούμπι μου καί τήν παρακαλῶ νά συνάρη τόν σταυρό πού φέρω στούς ὤμους μου, ζητῶντας της νά συγχωρῆ τίς ἀτέλειες τοῦ χαρακτῆρος μου.
Τούς συγγενεῖς μου ἐπίσης εὐχαριστῶ τούς λοιπούς, καθώς καί τούς ἀκροατές τῶν κατά Κυριακήν ἀπογευματινῶν στόν ἱερό αὐτό Ναό κηρυγμάτων, πού ἐπί σειράν ἐτῶν ἀποτελοῦν παράδοση τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως.
Εὐχαριστῶ ἐπίσης ἐκ βαθέων τούς ἁγίους πατέρες καί ἐκλεκτούς συλλειτουργούς, Πρεσβυτέρους καί Διακόνους, καθώς καί τούς ἀγαπητούς φίλους καί πνευματικούς ἀδελφούς πού ἦλθαν σήμερα ἀπό ἄλλες Ἱερές Μητροπόλεις τῆς Χώρας μας, γιά νά προσευχηθοῦν γιά τήν ἐλαχιστότητά μου.
Μακαρίζω τήν ἁγία ψυχή τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας κυροῦ Θεοκλήτου τοῦ Φιλιππαίου τοῦ Γέροντός μου, ἀπό τά τίμια χέρια τοῦ ὁποίου δέχθηκα τόν πρῶτο καί δεύτερο βαθμό τῆς Ἱερωσύνης. Ἀρχοντικός, ἀριστοκράτης, πεπαιδευμένος, εὐγενής, κοσμοπολίτης, ἁπλός, ἀπέπνεε εὐωδία Χριστοῦ, καρδιά πού χωροῦσε ὅλους, «ἐνδεδυμένος σπλάγχνα οἰκτιρμῶν» γιά ὅλους καί ὅλα, φαντάζει μετέωρο ὑψηλό καί παμφαές μέσα μου. Τόν διακόνησα ὡς Ἱεροκῆρυξ καί Πρωτοσύγκελλός του, πράγμα ἄκρως τιμητικό δι’ ἐμέ. Ἄς ἀναπαύεται ἐν χώρᾳ Παραδείσου, δίδοντάς μου τήν εὐχή του.
Μακαρίζω τήν ψυχή τοῦ ἀειμνήστου γέροντος πνευματικοῦ μου π. Γεωργίου Τσιώλη, διατελέσαντος Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως, ἀνθρώπου μέ πολλή πείρα, σοφία καί κῦρος. Φιλόλαος καί φιλόθεος ὁ μακαριστός, ἔχτισε μέ ὑπομονή τόν ἔσω μου κόσμο. Τόν εὐχαριστῶ.
Μακαρίζω τόν ἕτερο Γέροντα Πνευματικό μου, τόν Μακαριστό Μητροπολίτη Νικοπόλεως καί Πρεβέζης κυρό Μελέτιο τόν Καλαμαρᾶ, τόν ἄνθρωπο τόν πεπληρωμένο μέ τεράστια πνευματική πείρα καί διάκριση, τόν ἄνθρωπο τῆς γνώσεως, τῆς θεολογίας καί τῆς ἀσκήσεως. Δίπλα του στά φοιτητικά μου ἔτη ἀπολάμβανα πνευματική ζωή καί πατρική θαλπωρή. Ἀγήρως ἡ μνήμη του.
Μακαρίζω τούς γονεῖς μου, Γρηγόριο, Ἀδαμαντία καί Σταυρούλα. Πόθος τῆς μητέρας μου Ἀδαμαντίας ἦταν νά ἐνδυθῶ τό τίμιο ράσο. Τό ἔπραξα, διότι ἡ ζωή της καί τό σπίτι μας ἦταν γεμᾶτο λιβάνι καί Χριστό. Ὅπως καί τοῦ ἀνάπηρου ἀξιωματικοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Χωροφυλακῆς πατρός μου Γρηγορίου. Θά μέ ρωτήσετε˙ ἔχεις τρεῖς γονεῖς; Ἔτσι εἶναι. Ὅταν ἐκοιμήθη ἡ μητέρα μου κι ἐγώ ἤμουν στήν ἡλικία τῶν δεκαπέντε ἐτῶν, ὁ ἀνάπηρος πατέρας μου ἔλαβε ὡς σύζυγό του τήν ἀείμνηστη μητέρα μου Σταυρούλα. Ἄνθρωπο βαθειᾶς ἀνθρωπιᾶς, «ψυχῆς ἄγγελον, λελογισμένον ταῖς ἀρεταῖς». Μέ στήριξε, μέ ἄνδρωσε, μέ μεγάλωσε, ἔγινε ἡ σκιά μου. Ἄς εἶναι ἡ μνήμη της αἰώνια.
Μακαρίζω τήν ψυχή τοῦ ἀειμνήστου τελευταίου Μητροπολίτου καί σέ λίγο προκατόχου μου στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου κυροῦ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ, ἱεράρχου φιλολάου, πράου, εὐσεβοῦς, ταπεινοῦ, ἀρχοντικοῦ, ρέκτου τῆς Παραδόσεως καί φιλοκάλου. Αἰωνία ἄς εἶναι ἡ μνήμη του. Τόν εὐχαριστῶ γιά ὅσα ἔκτισε σέ ψυχές, σώματα, ἱερούς Ναούς, ἱερές Μονές, Φιλανθρωπικά Ἱδρύματα καί συνειδήσεις.
Ἄφησα σκοπίμως νά πῶ τό ὕστερο εὐχαριστῶ στούς ἁγίους πατέρες, τούς ἄρχοντες καί τά πνευματικά μου τέκνα, πού ἦλθαν ἐδῶ στή χαρά μου ἀπό τήν μακρινή Χαλκιδική καί τήν Ἱερά Μητρόπολη, πού μέ ἔταξε ὁ Θεός νά διακονήσω. Καί ἰδιαιτέρως στούς Πανοσιολογιωτάτους Ἀρχιμανδρίτας π. Χρυσόστομο Μαϊδώνη, Πρωτοσύγκελλο καί π. Ἰγνάτιο Ριγανᾶ, Γενικό Ἀρχιερατικό Ἐπίτροπο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου, καθώς καί τούς ἐκπροσώπους τοῦ ἐκλεκτοῦ Δημάρχου Ἀριστοτέλους κ. Χρήστου Πάχτα, κ.κ. Ἰωάννη Λαμπρινό καί Ἀστέριο Μπροῦζο, Ἀντιδημάρχους. Λοιπόν, καλῶς ἦλθατε, ἀδελφοί μου, σεῖς ἐκλεκτοί συνεργάτες μου πατέρες, ἄρχοντες καί πνευματικά μου τέκνα. Ἔχω ἕνα μήνυμα γιά σᾶς καί γιά ὅσους μᾶς παρακολουθοῦν ἀπό τά Μ.Μ.Ε. Παρακαλῶ ἀκούσατέ το. Ἐπιτρέψατέ μου νά Σᾶς διακονήσω, «τήν ψυχήν μου ὑπέρ ὑμῶν θήσω» (Ἰωάν. ιγ’ 37). Ὡς λαμπάδα ἐπιθυμῶ νά δαπανηθῶ σ’ αὐτήν τήν διακονία. Πάρετέ με στίς προσευχές σας κι ἀνοίξατε τίς καρδιές σας γιά νά εἰσέλθω στό δῶμα τοῦ ἔσω σας κόσμου.
Τέλος κλείνω εύλαβικά τό γόνυ, πρῶτον πρός τό Σεπτό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, τήν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐσταυρωμένη Ἐκκλησία καί τόν ὑψίστης ἀκτινοβολίας Προκαθήμενο αὐτῆς, τήν Α.Θ.Π. τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟ, τοῦ ὁποίου εὐσεβάστως προσκυνῶ τήν ἁγία δεξιά καί ἐξαιτοῦμαι τάς θεοπειθεῖς εὐχάς καί εὐλογίας Του, καθότι ἡ Ἱερά Μητρόπολις Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου ἀνήκει κανονικῶς στήν πνευματική δικαιοδοσία τῆς Πρωτοθρόνου Κωνσταντινουπόλεως. Καί δεύτερον κλίνω τό γόνυ καί στέλλω τόν σεβασμό μου πρός τήν ἁγία καί Ἱερά Κοινότητα τῆς Μοναστικῆς Πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού γειτνιάζει μέ τήν Ἱερά Μητρόπολη Ἱερισσοῦ καί στόν τίτλο της τιμητικά ἀναφέρεται. Αὐτή ἡ Ἱερά Μητρόπολις ἀξιώνεται νά εἶναι ἡ αἰσθητή πύλη τοῦ Περιβολιοῦ τῆς Παναγίας μας καί οἱ πύλες της πάντα θά μείνουν ἀνοιχτές γι’ αὐτήν, ὅπως μέχρι σήμερα, γιατί τέτοια εὐλογία πολλοί δέν τήν ἔχουν στήν ὑφήλιο. Ἅγιοι Ἁγιορεῖτες πατέρες εὐλογεῖτε καί δεήθητε ὑπέρ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Λοιπόν, Μακαριώτατε, «ἐλήλυθεν ἡ ὥρα». Προσπίπτω στήν ἀγάπη Σας, πρός τόν Χριστό μου λέγω: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».