Τήν Δευτέρα, 19η Ἰανουαρίου τ. ἔ., ἡ Ἱερισσός ἐτίμησε τόν πρῶτο της -κατά τήν παράδοση- Ἐπίσκοπο, τόν Ἅγιο Μακάριο (346 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἔζησε τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί ἐκοιμήθη στήν Ἱερά Μονή Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους ἐπί Αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου. Τῶν ὅλων Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν προέστη ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ, πλαισιούμενος ὑπό τοῦ δραστηρίου Ἐφημερίου τοῦ Καθεδρικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας Ἱερισσοῦ π. Μακαρίου Ζωνάρα, τῶν Πανοσιολογιωτάτων Ἀρχιμανδριτῶν π. Χρυσοστόμου Μαϊδώνη – Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως-, π. Βαρθολομαίου Χατζόγλου, π. Στεφάνου Τσιγκερλιώτη καί π. Σιλουανοῦ Τσατσιάδη, τῶν Αἰδεσιμωτάτων Ἱερέων π. Ἐμμανουήλ Λούπου καί π. Ἰωάννου Ἀγγελίδη καί τοῦ Ἱεροδιακόνου π. Ἐφραίμ Τσόλη. Στόν ἑορτασμό συμμετεῖχαν καί οἱ μαθητές πρωτοβάθμιας καί δευτεροβάθμιας ἐκπαιδεύσεως μέ τίς σημαῖες, τούς διδασκάλους καί καθηγητές τους.
Στήν ὁμιλία του ὁ Σεβασμιώτατος, ἀφοῦ παρουσίασε τό Συναξάριο τοῦ Ἁγίου, παρετήρησε ὅτι ὁ ἅγιος Μακάριος καί ἐνώπιον τοῦ Λαοῦ καί ἐνώπιον τῆς τότε αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας ὕψωσε τό ἀνάστημά του ὡς “ἀληθής μάρτυς” τοῦ Χριστοῦ ἤ καλύτερα ὡς “μάρτυς τῆς ἀληθείας” τοῦ Χριστοῦ. Ὑπῆρξε ὁ ἐγγυητής τῆς μίας, καθολικῆς καί ἁγίας Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὑπεστήριξε καί ἐκήρυξε ὡς συνεχιστής τῆς διδαχῆς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Ἀποστολικῶν Πατέρων, τόν “Κοινόν τῆς Ἐκκλησίας νοῦν”, κατά τήν ὡραία ἁγιοπατερική ὁρολογία. Πάντοτε, συνέχισε ὁ ὁμιλητής, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη -κατά τό ἀνθρώπινο- ἀπό τό στόμα τῆς ἀληθείας, ἀπό τήν γνησιότητα τῶν Εὐαγγελικῶν λόγων-μηνυμάτων, ἀπό τή σάλπιγγα τοῦ Πνεύματος, πού ὁ Ἅγιος Μακάριος ἤχησε στήν Ἐπισκοπή του, ὄντας σφραγίς Χριστοῦ καί γλῶσσα τοῦ Παρακλήτου.
Καί κατέληξε ὁ Δεσπότης, ζητῶντας ἀπό ὅλους νά κρατοῦμε ἀσάλευτα καί νά κηρύσσωμε ἀνόθευτα τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό Πανάγιο Πνεῦμα τά ἐνεφύσησε στίς ἁγνές ψυχές τῶν Ἁγίων μας, ψυχές πού ἀπέβησαν τά κατοικητήριά Του, τά δώματά Του, ἡ σκηνή Του, γιά τοῦτο καί Θεοφόροι καί Πνευματοφόροι ἀπεκλήθησαν.
[widgetkit id=234]