
ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ

Πρός
Τόν Ἱερό Κλῆρο,
Τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες καί
Τόν φιλόχριστο Λαό
τῆς καθ’ Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Ἀδελφοί καί τέκνα μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα, Χριστός Ἀνέστη!
Σύναξαν οἱ τολμηρές γυναῖκες, μᾶς λέει ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος στό θεόπνευστο καί ἱερό κείμενό του, ἀπ’ τῆς καρδιᾶς τους τ’ ἀπορφανισμένα κλωνάρια ὅσα δάκρυα εἶχαν ἀπομείνει καί τά ’καναν μοσχοβολιά, γιά νά σταλάξουν στό Ἄχραντο Σῶμα τά μύρα τῆς ζωῆς• καί ὕμνο ἑωθινό ραντισμένο μ’ αὐτά μυστικά ἀνέπεμπαν στόν Σωτῆρα: «Ὕμνο ἑωθινό τά δάκρυα Σοῦ προσέφεραν Κύριε, οἱ Μυροφόρες Γυναῖκες• κρατώντας μυρωμένα ἀρώματα λοιπόν, ἔφθασαν στό μνῆμα Σου, ἀνυπομονώντας νά μοσχοβολήσουν τό ἄχραντο Σῶμα Σου …» (Αἶνοι Κυριακῆς, ἤχου Γ΄).
Καί ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή μέ τρεμάμενα φυλλοκάρδια πού μέσα τους θαρρεῖς πώς φώλιαζε καί σελάγιζε ἡ προσδοκία καί τό θαῦμα ἀναμενόταν, μέ μυστικά παρακάλια, κάτι σάν ἱερή ἐξομολόγηση, πρός Ἐκεῖνον σιγοψέλλιζε:
«Ἡ ψυχή μου κυματίζει σάν τό φλουδί καταμεσίς σου,
σέ περιζώνει, σ’ ἀναζητεῖ, πασκίζει παράφορα νά σ’ ἀγγίξει,
ἀνερμήνευτε Κύριε» (Ἰ. Μ. Παναγιωτόπουλος).
Κι Ἐκεῖνος, μέσα ἀπ’ τό ἀχνοφέγγισμα τῶν πρώτων ἀδύναμων ἀκτίνων τοῦ ἥλιου καί μέ τή φωνή τοῦ λευκοντημένου νεανίσκου τοῦ “καθημένου ἐν τοῖς δεξιοῖς τοῦ μνημείου” τραγούδι πλέκει καί τό πάτημα τοῦ θανάτου καί τή μυστική αὐγή τῆς ζωῆς διαμηνύει κράζοντας: «Ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος καί ὁ ζῶν, καί ἐγενόμην νεκρός καί ἰδού ζῶν εἰμι εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καί ἔχω τάς κλεῖς τοῦ θανάτου καί τοῦ ᾅδου», δηλαδή: “Ἐγώ εἶμαι ὁ πρῶτος, γιατί ὑπάρχω ἀϊδίως, καί ὁ ἔσχατος, γιατί θά εἶμαι πάντοτε. Εἶμαι ἀκόμα ἐκεῖνος, πού ζῆ διαρκῶς καί ἔχει τή ζωή ἀπ’ τόν ἑαυτό του. Καί ἔγινα νεκρός, γιατί πέθανα γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Καί ἰδού, ὅτι παρά τόν σταυρικό θάνατό μου ζῶ στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Καί ἔχω καί κρατάω στά χέρια μου τά κλειδιά τοῦ θανάτου καί τοῦ Ἅδη, γιατί μέ τόν θάνατό μου κατέλυσα τόν θάνατο κι ἔλαβα ἐξουσία καί πάνω στόν Ἅδη” (Ἀποκ. α΄, 17-18).
Λοιπόν, ἀδελφοί, Χριστός ἀνέστη, ἀναφωνεῖ ἡ Ἐκκλησία καί βιωματικά μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου σαλπίζει• «Θάνατος εἶναι ἡ χωρίς Χριστό ζωή»!
Ἀλήθεια• ἡ τραγικότητα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου συνίσταται στό ὅτι ἑκούσια πλάθει ἕνα “προνόμιο” γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, τό “προνόμιο” νά εἶναι πραγματικά ἀπελπισμένος. Ἡ ἀπελπισία του αὐτή εἶναι γέννημα μιᾶς ψευδαισθήσεως “ἐλευθερίας” καί δῆθεν παντοδυναμίας του πού βασίζεται σέ μιά “λήθη” ἤ “ἀπόκρυψη” ἤ “ἄρνηση” τοῦ θανάτου, ὡς βασικοῦ γεγονότος τῆς πορείας του. Ὅσο ὅμως καί νά προσπαθῆ νά “λησμονήση” τόν θάνατο, ὅσο παράλογος καί ξένος κι ἄν θεωρεῖται ἀπό τόν κόσμο μας, ὡστόσο παραμένει τό μεγαλύτερο καί φοβερότερο πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου.
Χωρίς τήν ὑπέρβαση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά ἐλευθερία, γιατί ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη παραμένει ἕνας παραλογισμός. Οὔτε πάλι μέ τήν ψευδαίσθηση-οὐτοπία πού ἀποπροσανατολίζουν ἤ πρόσκαιρα μεταθέτουν τό πρόβλημα, δίνεται ἀπάντηση στό μέγα αὐτό γεγονός. Ἡ Ἐκκλησία δεχόμενη τήν τραγικότητα τοῦ θανάτου, τήν κοιτάζει κατάματα καί διδάσκει ὅτι ἄν ὑπάρχη κάποια λύση σωτηρίας κι ἀναιρέσεως τοῦ θανάτου, αὐτή ἡ λύση δέν μπορεῖ νά εἶναι θεωρητική ἤ ἰδεαλιστική, ἀλλά ἔνσαρκη καί ὑποστατική: εἶναι ἡ λύση Χριστός! Ὄχι σάν ἰδέα, σύμβολο ἤ ἠθικό πρότυπο, ἀλλά ὁ ἀναστημένος Χριστός τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀπαρχή καί δυνατότητα τῆς προσωπικῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό.
Τό “φοβερόν μυστήριον” τοῦ θανάτου ἕνα γεγονός καί μόνο τό μεταστοιχειώνει: ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. “Κέντρο” πιά δέν εἶναι ὁ θάνατος, μά ἡ Ἀνάστασή Του, μέ τήν ὁποία «ἦλθε ἡ βασιλεία τῆς ζωῆς, κατελύθη τοῦ θανάτου τό κράτος. Κι ἔγινε μιά ἄλλη γέννηση, ἕνας ἄλλος βίος, ἕνα ἄλλο εἶδος ζωῆς, τῆς ἴδιας τῆς φύσεως μας ἡ μεταστοιχείωση» (ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης). Ἡ Ἀνάσταση συνιστᾶ φυσική μεταμόρφωση, ἀποκατάσταση τῆς ζωῆς πού πύρινα ποθεῖ κάθε ὕπαρξη, καθότι «κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος», ἐξαφανίστηκε ὁλότελα ὁ θάνατος καί κατανικήθηκε, ὥστε δέν φαίνεται πλέον πουθενά (Α΄ Κορ. ιε΄, 53-56, Ἠσ. κε΄, 8). Ὁ θάνατος μεταποιεῖται σέ γενέθλια ἡμέρα τοῦ ἀνθρώπου, σέ ἀπαρχή “καινῆς ζωῆς”. «Εἶναι ἀλήθεια», λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ὅτι ἐξακολουθοῦμε νά πεθαίνουμε, ὅπως καί πρίν, ἀλλά δέν παραμένουμε στόν θάνατο, καί τοῦτο σημαίνει πώς δέν πεθαίνουμε… Ἡ δύναμη καί ἡ ἀπόλυτη ἀλήθεια τοῦ θανάτου εἶναι τό γεγονός, ὅτι ἕνας νεκρός δέν ἔχει τήν δυνατότητα νά ἐπιστρέψη στή ζωή• ἄν ὅμως μετά τόν θάνατο εἶναι δυνατό νά ζωοποιηθῆ καί, ἀκόμη περισσότερο, ν’ ἀποκτήση μιά καλύτερη ζωή, τότε ἡ νέα του κατάσταση δέν εἶναι πλέον θάνατος, ἀλλά ὕπνος, κοίμησις». «Ὅπως ὁ σπόρος πού ἔχει ριχτῆ στή γῆ», συμπληρώνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «ἔτσι καί μεῖς δέν ἀφανιζόμαστε σάν πεθαίνουμε, ἀλλά σπαρμένοι ἀνιστάμεθα».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἀδελφοί μου, θεωρεῖ φρικτό «τό νά περιορίζωνται οἱ ἐλπίδες τῆς ζωῆς μόνο στόν παρόντα βίο καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος νά ἀναγορεύεται ὁ θάνατος σέ αἰτία συμφορᾶς», κάτι πού δυστυχῶς κυριαρχεῖ στή ζωή-ἐπιβίωση τῶν ἀπίστων. Ὁ Χριστός μας «ὡδοποίησε τήν ἀνάστασιν πάσῃ σαρκί» (Θεία Λειτουργία Μ. Βασιλείου), ἄνοιξε τόν δρόμο τῆς ἀναστάσεως σέ κάθε ἀνθρώπινη σάρκα, γεγονός πού συνεπῆρε τόν ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος νά γράψη: «Ὀφείλει κανείς νά χρησιμοποιῆ κάθε μέσο, γιά νά τό πῶ ἔτσι, ὥστε νά μεταφέρη καί νά ἐνθρονίση τόν πηλό του –τή σάρκα του- στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ• λοιπόν κανείς ἄς μή προβάλλη κάποια πρόφαση γιά τήν ἀνάβαση αὐτή• γιατί ἡ ὁδός καί ἡ θύρα ἔχει ἤδη ἀνοιχτῆ», καθότι σκοπός τῆς ἀνθρώπινης προσπάθειας καί “τέλος” εἶναι «τό νά ἀνέλθη κανείς στόν οὐρανό μετά σώματος, ὅπως ἀκριβῶς δηλαδή εἶναι»!
Λαμπρή ἡμέρα ἡ σημερινή, ἀδελφοί, κι Ἀνάσταση! Θά μείνουμε στόν πηλό καί τή σαπίλα τοῦ πρόσκαιρου, ἀρκούμενοι στή χαμοζωή ἤ μετέχοντας στήν Ἀνάστασή Του θά ἀξιωθοῦμε στή μεταμόρφωση τῆς ὑπάρξεως σέ Ζωή;
Χριστός Ἀνέστη, ἀδελφοί: Ὁ ἄνθρωπος συνανέστη! Ἀληθῶς ἀνέστη!
Ἅγιον Πάσχα 2014
Μέ ἀναστάσιμους πατρικούς ἀσπασμούς
† Ὁ Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου
ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ